Πρώτο Θέμα, 26/07/20
Η πανδημία κατέστησε πιο ορατές και επέτεινε κοινωνικές ανισότητες και αποκλεισμούς που προϋπήρχαν. Οι μηχανισμοί κοινωνικής ασφαλείας που θεμελιώθηκαν την περίοδο ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας, αλλά υποχώρησαν ραγδαία τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, αποδεικνύονται ανεπαρκείς για να αντιμετωπιστούν οι νέες μορφές κοινωνικού αποκλεισμού.
Το κρίσιμο ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι με ποια θεσμικά εργαλεία θα αντιμετωπιστούν αυτοί οι κοινωνικοί κίνδυνοι, που δεν απειλούν μόνο την επιβίωση των χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων αλλά και τη διατήρηση ενός αξιοπρεπούς εισοδήματος για τις μεσαίες κοινωνικές τάξεις, οι οποίες βρίσκονται σε μια παρατεταμένη περίοδο επισφάλειας και αποτελούν πλέον μεγάλο τμήμα του πρεκαριάτου, δηλαδή των ανθρώπων που βιώνουν διαρκή ανασφάλεια ως προς τη διατήρηση της απασχόλησης και ενός σταθερού επιπέδου διαβίωσης (Ξ. Κοντιάδης, Πανδημία, βιοπολιτική και δικαιώματα – Ο κόσμος μετά τον Covid-19, Καστανιώτης 2020). Όλα αυτά προκαλούν, ταυτόχρονα, σοβαρούς κινδύνους για τη δημοκρατία από την άνοδο του λαϊκισμού και των αντισυστημικών δυνάμεων.
Παραδοσιακά, τρεις είναι οι βασικές τεχνικές για την αντιμετώπιση των κοινωνικών κινδύνων: Η πρώτη οικοδομείται με βάση τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο, σε συνθήκες εγκατάλειψης του στόχου της πλήρους απασχόλησης και σταδιακής επικράτησης των ευέλικτων μορφών εργασίας, στις οποίες ένα διευρυνόμενο τμήμα καταλαμβάνουν οι ποικίλες μορφές τηλεργασίας, η κοινωνική ασφάλιση αποδεικνύεται απόλυτα αναγκαία μεν, αλλά ανεπαρκής.
Η δεύτερη τεχνική είναι η συγκρότηση ενός δικτύου υπηρεσιών κοινωνικής ασφαλείας, που στηρίζεται ιδίως στην κατηγοριακή λογική, αποσκοπώντας στην κάλυψη όλων των πιθανών κινδύνων από συνθέτες, εξειδικευμένες ή εξατομικευμένες παροχές. Ένα τέτοιο δίκτυο, που αναπτύχθηκε πλήρως στα σκανδιναβικά κράτη και επιχειρήθηκε να οργανωθεί στη χώρα μας από τη δεκαετία του ’90, βρίσκεται σήμερα σε υποχώρηση αν όχι σε παρακμή.
Συμπληρωματικά προς το δίκτυο, θεσμοθετήθηκε με καθυστέρηση το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, που χορηγείται με εισοδηματικά κριτήρια, δηλαδή μετά από έλεγχο εισοδηματικών μέσων, προκειμένου να αποτραπεί η ακραία φτώχεια και να μην στερείται κανείς τα απολύτως αναγκαία για την υλική ύπαρξή του. Το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα κατοχυρώθηκε το 2019 και στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος, άρα δεν μπορεί να καταργηθεί, ενώ τυχόν μείωσή του ελέγχεται δικαστικά ως προς τη συνταγματικότητά της.
Ωστόσο, μπροστά στις νέες συνθήκες επανέρχεται στο προσκήνιο μια πρόταση που στα πρώτα της βήματα θεωρήθηκε ουτοπική: το καθολικό βασικό εισόδημα, το οποίο δεν συναρτάται με την απασχόληση, μια που οι σύγχρονες κοινωνίες τελούν πια σε συνθήκες μόνιμης εργασιακής επισφάλειας, ούτε καλύπτει την παροχή ενός ελάχιστου εισοδήματος που φέρει τον κίνδυνο αλλά και το στίγμα της παγίδευσης στην φτώχεια. Αντίθετα, το καθολικό βασικό εισόδημα, που έχει περιγραφεί και ως μισθός ελευθερίας, παρέχεται σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες χωρίς καμία υποχρέωση από την πλευρά τους.
Πριν από δυο δεκαετίες η ιδέα του βασικού εισοδήματος φαινόταν ουτοπική, ανεφάρμοστη, ίσως και άδικη. Σήμερα αποτελεί μια αναγκαιότητα μπροστά στις μετα-υλικές, μετα-εργασιακές κοινωνίες της διακινδύνευσης, της περιβαλλοντικής καταστροφής και των ακραίων ανισοτήτων. Προφανώς οι εύποροι θα επιστρέφουν αυτομάτως την παροχή μέσω της φορολογίας. Η χρηματοδότηση του βασικού εισοδήματος προϋποθέτει επίσης την αναδιοργάνωση των μηχανισμών κοινωνικής προστασίας. Όμως η απελευθέρωση από τις βασικές ανάγκες θα καταστήσει την απασχόληση, την εκπαίδευση, τη συνεχιζόμενη κατάρτιση και τη συμμετοχή στην πολιτική και κοινωνική ζωή δημιουργικότερες.