Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 15/2/2011
Οι επόμενοι μήνες διαγράφονται κρίσιμοι για την πορεία όχι μόνο της ελληνικής οικονομίας, αλλά και της Ευρωζώνης. Ως «παράπλευρη απώλεια» του εγχειρήματος της δημοσιονομικής σταθεροποίησης σε συνθήκες οικονομικής κρίσης θεωρούνται από ορισμένους κύκλους οι στρατιές των ανέργων, που αναμένεται να υπερβούν μέχρι τα τέλη του χρόνου το 1 εκατ., των κοινωνικά αποκλεισμένων και όσων βιώνουν την ανασφάλεια της μείωσης του οικογενειακού εισοδήματος και την επισφάλεια της θέσης εργασίας τους. Όμως αυτές οι ανθρώπινες «παράπλευρες απώλειες» αποτελούν μέτρο αξιολόγησης του κατά πόσον η ελληνική πολιτεία δικαιούται να χαρακτηρίζεται ως ένα σύγχρονο κοινωνικό κράτος, το οποίο μεριμνά για την αντιμετώπιση των κοινωνικών κινδύνων που απειλούν όσους κατοικούν στην επικράτειά της.
Οι κρατικές παρεμβάσεις για άμβλυνση των συνεπειών της ανεργίας και της φτώχειας συνιστούν, άλλωστε, γνώμονα για να αποτιμηθεί εάν η κυβέρνηση σέβεται το Σύνταγμα, που κατοχυρώνει μια σειρά θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων. Παράλληλα, η αποτελεσματική διαχείριση του νέου κοινωνικού ζητήματος συνιστά όρο επιβίωσης του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Παρ’ όλο που η εκδήλωση ακραίων φαινομένων κοινωνικής έντασης, όπως συμβαίνει στην Τυνησία, την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, δεν θεωρείται πιθανή, αφού οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στις χώρες αυτές διαφέρουν ουσιωδώς από την ελληνική περίπτωση, ωστόσο η απότομη καταβύθιση του βιοτικού επιπέδου και, ιδίως, η διάχυτη ανασφάλεια που διακατέχει τα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, αναμφίβολα θα οξύνουν περαιτέρω την απαξίωση της πολιτικής τάξης. Η ήδη διαφαινόμενη αύξηση της εγκληματικότητας συνδέεται επίσης με τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, της ανεργίας και της ανασφάλειας.
Είναι αδιανόητο σε μια τέτοια περίοδο να μην έχουν ακόμη θεσπιστεί μηχανισμοί κοινωνικής προστασίας που να καλύπτουν το σύνολο των θιγομένων από τον λεγόμενο σκληρό πυρήνα της φτώχειας, με συνέπεια να οδηγούνται σε αποκλεισμό από την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. Οι κατακερματισμένες και αποσπασματικές παρεμβάσεις του προνοιακού συστήματος χαρακτηρίζονται από ανορθολογισμό, περιορισμένη αποτελεσματικότητα και αδικαιολόγητες ανισότητες. Πέρα από αυτό, δεν εμφορούνται από τα στοιχεία της καθολικότητας, της αμεσότητας και της υψηλής προσβασιμότητας, που θα επέτρεπαν να καταστεί πλήρως ορατή και αναγνωρίσιμη η διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης σε όσους τίθενται μπροστά σε ακραίους κοινωνικούς κινδύνους. Μια τέτοια διασφάλιση μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο με τη θέσπιση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για όλους εκείνους που στερούνται επαρκείς πόρους συντήρησης.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο η Ελλάδα και η Ουγγαρία δεν έχουν θεσπίσει γενικά συστήματα ελάχιστου εισοδήματος. Η κρισιμότητα του προβλήματος έχει αναδειχθεί από βουλευτές της συμπολίτευσης, που αντιλαμβάνονται ότι η αποδοχή των σκληρών περιοριστικών πολιτικών προϋποθέτει στοιχειώδη μέτρα ενίσχυσης της καταρρέουσας κοινωνικής συνοχής. Τα κρίσιμα ερωτήματα που τίθενται είναι, λοιπόν, εάν η κυβέρνηση θα υιοθετήσει μια τέτοια πρόταση, ιδίως όμως τι επιπτώσεις θα προκαλέσει στην πλειοψηφούσα κοινοβουλευτική ομάδα, στο κυβερνών κόμμα και στους ψηφοφόρους του η ενδεχόμενη αγνόησή της.
Οι κρατικές παρεμβάσεις για άμβλυνση των συνεπειών της ανεργίας και της φτώχειας συνιστούν, άλλωστε, γνώμονα για να αποτιμηθεί εάν η κυβέρνηση σέβεται το Σύνταγμα, που κατοχυρώνει μια σειρά θεμελιωδών κοινωνικών δικαιωμάτων. Παράλληλα, η αποτελεσματική διαχείριση του νέου κοινωνικού ζητήματος συνιστά όρο επιβίωσης του ίδιου του πολιτικού συστήματος. Παρ’ όλο που η εκδήλωση ακραίων φαινομένων κοινωνικής έντασης, όπως συμβαίνει στην Τυνησία, την Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή, δεν θεωρείται πιθανή, αφού οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στις χώρες αυτές διαφέρουν ουσιωδώς από την ελληνική περίπτωση, ωστόσο η απότομη καταβύθιση του βιοτικού επιπέδου και, ιδίως, η διάχυτη ανασφάλεια που διακατέχει τα μεσαία και χαμηλά εισοδηματικά στρώματα, αναμφίβολα θα οξύνουν περαιτέρω την απαξίωση της πολιτικής τάξης. Η ήδη διαφαινόμενη αύξηση της εγκληματικότητας συνδέεται επίσης με τη διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, της ανεργίας και της ανασφάλειας.
Είναι αδιανόητο σε μια τέτοια περίοδο να μην έχουν ακόμη θεσπιστεί μηχανισμοί κοινωνικής προστασίας που να καλύπτουν το σύνολο των θιγομένων από τον λεγόμενο σκληρό πυρήνα της φτώχειας, με συνέπεια να οδηγούνται σε αποκλεισμό από την οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή. Οι κατακερματισμένες και αποσπασματικές παρεμβάσεις του προνοιακού συστήματος χαρακτηρίζονται από ανορθολογισμό, περιορισμένη αποτελεσματικότητα και αδικαιολόγητες ανισότητες. Πέρα από αυτό, δεν εμφορούνται από τα στοιχεία της καθολικότητας, της αμεσότητας και της υψηλής προσβασιμότητας, που θα επέτρεπαν να καταστεί πλήρως ορατή και αναγνωρίσιμη η διασφάλιση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης σε όσους τίθενται μπροστά σε ακραίους κοινωνικούς κινδύνους. Μια τέτοια διασφάλιση μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο με τη θέσπιση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για όλους εκείνους που στερούνται επαρκείς πόρους συντήρησης.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι μεταξύ των 27 κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο η Ελλάδα και η Ουγγαρία δεν έχουν θεσπίσει γενικά συστήματα ελάχιστου εισοδήματος. Η κρισιμότητα του προβλήματος έχει αναδειχθεί από βουλευτές της συμπολίτευσης, που αντιλαμβάνονται ότι η αποδοχή των σκληρών περιοριστικών πολιτικών προϋποθέτει στοιχειώδη μέτρα ενίσχυσης της καταρρέουσας κοινωνικής συνοχής. Τα κρίσιμα ερωτήματα που τίθενται είναι, λοιπόν, εάν η κυβέρνηση θα υιοθετήσει μια τέτοια πρόταση, ιδίως όμως τι επιπτώσεις θα προκαλέσει στην πλειοψηφούσα κοινοβουλευτική ομάδα, στο κυβερνών κόμμα και στους ψηφοφόρους του η ενδεχόμενη αγνόησή της.