Εφημ. “Καθημερινή”, 7/8/2016
Οι διαδικαστικές εγγυήσεις που τίθενται στο Σύνταγμα ως προς την αναθεώρησή του αποσκοπούν στη διασφάλιση του αυστηρού χαρακτήρα και της υπεροχής του έναντι των κοινών νόμων, καθώς και στον αποκλεισμό της δυνατότητας της εκάστοτε κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας να τροποποιεί κατά βούληση το θεμελιώδες πλαίσιο οργάνωσης της πολιτείας. Αυτές οι εγγυήσεις θα μπορούσαν να κατοχυρωθούν με ποικίλες παραλλαγές, έτσι ώστε η διαδικασία να ολοκληρώνεται σε μία ή δύο Βουλές, με διεξαγωγή δημοψηφίσματος ή μεσολάβηση εκλογών, με αυξημένες πλειοψηφίες σε μία ή περισσότερες ψηφοφορίες.
Το ισχύον σύστημα αναθεώρησης του Συντάγματος προβλέπει τις πλέον ανελαστικές εγγυήσεις σε σύγκριση με όλα τα Συντάγματα των χωρών της ευρωπαϊκής ηπείρου, ως αντίβαρο έναντι του ελλείμματος θεσμικής εμπιστοσύνης και των ιδιοτυπιών της πολιτικής μας κουλτούρας, λαμβανομένης υπόψη και της ιστορικής διαδρομής του ελληνικού συνταγματισμού. Τίθεται ωστόσο το ερώτημα, αν πράγματι η ισχύουσα ρύθμιση της αναθεωρητικής διαδικασίας συμβάλλει στην επίτευξη της αυξημένης συναίνεσης στην οποία αποσκοπεί ή τυποποιεί μια ελαττωματική συνταγματική μηχανική. Η ατελέσφορη αναθεώρηση του 2008 και η αποτυχία όσων αναθεωρητικών πρωτοβουλιών εξαγγέλθηκαν έκτοτε δεν ήταν μόνο συνέπεια απρόσφορων πολιτικών συσχετισμών, αλλά και σειράς εγγενών σφαλμάτων της συνταγματικής μηχανικής της διαδικασίας αναθεώρησης (βλ. αναλυτικά Ξ. Κοντιάδης, «Το ανορθολογικό μας Σύνταγμα», εκδ. Παπαζήσης, 2015). Ειδικότερα, σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, αν η πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος στην πρώτη, προτείνουσα Βουλή λάβει την πλειοψηφία των 3/5 του συνόλου των βουλευτών, τότε η επόμενη Βουλή μπορεί να αποφασίσει σχετικά με τη διατύπωση των αναθεωρητέων διατάξεων με απόλυτη πλειοψηφία του συνόλου των βουλευτών.
Αρα ο συντακτικός νομοθέτης εμφανίζεται να εξομοιώνει τις δύο Βουλές ως προς τη βαρύτητα του ρόλου τους στην αναθεωρητική διαδικασία, αφού θεωρεί εξίσου επαρκή όρο την επίτευξη της αυξημένης πλειοψηφίας των 3/5 των βουλευτών στην πρώτη Βουλή προκειμένου να διασφαλιστεί η απαιτούμενη συναίνεση ως προς το περιεχόμενο της αναθεώρησης. Ετσι όμως ανακύπτει ένα κρίσιμο ζήτημα θεσμικής ανασφάλειας στην πρώτη, προτείνουσα Βουλή, από το ενδεχόμενο να ψηφίσει με αυξημένη πλειοψηφία των 3/5 μια πρόταση αναθεώρησης τη στιγμή που είναι άγνωστη η σύνθεση της επόμενης Βουλής και οι κατευθύνσεις της δεν δεσμεύουν στην πράξη τη δεύτερη αναθεωρητική Βουλή.
Συνεπώς, στην πρώτη Βουλή αποδεικνύεται εξαιρετικά δυσχερές να επιτευχθούν αυξημένες πλειοψηφίες, όταν υπάρχει ενδεχόμενο να ανατραπούν πλήρως οι κατευθύνσεις των αναθεωρητικών της προτάσεων και τα επίμαχα άρθρα να αναδιατυπωθούν με εντελώς διαφορετικό τρόπο. Με βάση αυτό το σκεπτικό κρίνονται ως άστοχες οι επίμαχες συνταγματικές ρυθμίσεις, αφού οι αυξημένες πλειοψηφίες στην πρώτη Βουλή δεν διασφαλίζουν τον συναινετικό χαρακτήρα του αναθεωρητικού εγχειρήματος, ενώ παράλληλα μπορεί να οδηγήσουν σε πολιτικές και συνταγματικές εντάσεις.
Προτείνω δύο εναλλακτικές επιλογές για την τροποποίηση της αναθεωρητικής διαδικασίας, με γνώμονα τις δυσλειτουργίες και τις εσωτερικές αντιφάσεις που επισημάνθηκαν. Η πρώτη έχει διορθωτικό χαρακτήρα και αποσκοπεί στη δέσμευση της αναθεωρητικής Βουλής από τις κατευθύνσεις της προτείνουσας, προκειμένου να επιτυγχάνεται πράγματι συναίνεση σε δύο διαδοχικές Βουλές. Με βάση τη λύση αυτή, τόσο η διαπίστωση της ανάγκης αναθεώρησης όσο και η διατύπωση των αναθεωρητέων διατάξεων είναι σκόπιμο να ολοκληρώνονται στην πρώτη Βουλή, ενώ η δεύτερη Βουλή που θα προκύπτει μετά την παρεμβολή εκλογών θα καλείται απλώς να κυρώσει ή να απορρίψει τις προτάσεις αυτές.
Εναλλακτικά, ως τολμηρότερη επιλογή υποστηρίζω την πραγματοποίηση της συνταγματικής αναθεώρησης σε μία Βουλή, με την περαιτέρω ενίσχυση των απαιτούμενων πλειοψηφιών στα 2/3 του συνόλου των βουλευτών, σε δύο διαδοχικές ψηφοφορίες με απόσταση τουλάχιστον έξι μηνών μεταξύ τους. Σκόπιμο είναι επίσης να καταργηθεί η αναχρονιστική πρόβλεψη για μεσολάβηση πενταετίας πριν ξεκινήσει μια νέα αναθεωρητική πρωτοβουλία, ώστε να καταστεί η διαδικασία πιο ευέλικτη.