Πρώτο Θέμα, 06/05/18
Η αναδοχή από ομόφυλα ζευγάρια μπορεί από ορισμένους να θεωρείται δευτερεύον ζήτημα, όμως έχει μεγάλη συμβολική σημασία. Αν κάποια κόμματα, επιμέρους βουλευτές ή διαμορφωτές της κοινής γνώμης καθορίζουν τη στάση τους με κριτήριο πώς θα αντιδράσει ο εικαζόμενος ψηφοφόρος τους, τότε το παιχνίδι είναι χαμένο. Αν, όμως, επίμαχο είναι να αποφασίσουμε ως πολιτεία και ως κοινωνία με ποιες αξίες και αρχές σκοπεύουμε να συμβιώνουμε, τότε το ζήτημα της αναδοχής από ομόφυλα ζευγάρια αποκτά κολοσσιαία σημασία.
Ηδη στη δημόσια σφαίρα, στον πολιτικό κόσμο, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ακόμη και στις πανεπιστημιακές αίθουσες έχουν σχηματιστεί δύο στρατόπεδα, με όρους αντιπαράθεσης που συχνά εκφεύγουν από το πλαίσιο μιας έλλογης διαβούλευσης. Γιατί μας διχάζει (και) αυτό το ζήτημα; Η απάντηση δεν είναι απλή. Αν όμως πρέπει να ξεκινήσουμε από κάπου, αυτό είναι οι βαθύτερες πεποιθήσεις μας για την κοινωνική συμβίωση, τη σχέση μας με τους άλλους, ιδίως τη σχέση μας με αυτούς που είναι (ή θεωρούμε ότι είναι) διαφορετικοί με γνώμονα ένα παραδεδεγμένο πρότυπο.
Αν ήμασταν στην Αμερική, αυτό το πρότυπο θα περιγραφόταν απλά ως ο λευκός, αγγλοσάξονας προτεστάντης (WASP) που έρχεται εις γάμου κοινωνία με την αντίστοιχων χαρακτηριστικών σύντροφο. Αν το μεταφράσουμε στο ελληνικό πολιτισμικό περιβάλλον, τότε πρόκειται για τον λευκό, χριστιανό ορθόδοξο, στρέιτ, αρτιμελή άντρα που σχηματίζει τη μόνη αποδεκτή οικογένεια με μια λευκή, χριστιανή ορθόδοξη, αρτιμελή, στρέιτ σύζυγο. Πίσω από αυτό κρύβεται ένα πλέγμα ρατσιστικών στερεοτύπων, από το οποίο η ελληνική κοινωνία, σε αντίθεση προς τις περισσότερες ευρωπαϊκές, μόλις τώρα επιχειρεί κάποια βήματα απεγκλωβισμού.
Ας ξεκαθαρίσουμε τα βασικά: δεν είναι δικαίωμα των ομόφυλων ζευγαριών να μπορούν να αναδεχθούν ένα παιδί. Δεν είναι, όμως, δικαίωμα ούτε των ετερόφυλων ζευγαριών. Ο σκοπός και το θεμελιώδες κριτήριο της αναδοχής είναι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Ενα δεύτερο κρίσιμο ζήτημα είναι να μην αναπαράγεται ένα καθεστώς διακριτικής μεταχείρισης εις βάρος των ομόφυλων ζευγαριών. Στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου τα ομόφυλα ζευγάρια είναι αδιανόητο να αντιμετωπίζονται ως εξ ορισμού ακατάλληλα για την ανατροφή παιδιών.
Είκοσι δύο ευρωπαϊκές χώρες έχουν θεσμοθετήσει την τεκνοθεσία ή την αναδοχή για ομόφυλα ζευγάρια που έχουν συνάψει γάμο ή σύμφωνο συμβίωσης. Ως προς το συμφέρον του παιδιού, σοβαρές επιστημονικές έρευνες έχουν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι τα παιδιά που θα μεγαλώσουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον δεν θα στερηθούν τίποτα σε σύγκριση με την ανατροφή από ένα παραδοσιακό ζευγάρι. Το αν κάποιοι άνθρωποι είναι κατάλληλοι να μεγαλώσουν παιδιά δεν εξαρτάται από τον σεξουαλικό τους προσανατολισμό, αλλά από τον χαρακτήρα τους και μια σειρά προσωπικών χαρισμάτων ή ελαττωμάτων.
Κάποιοι επιμένουν σε ένα τελευταίο επιχείρημα, το οποίο θεωρούν ακλόνητο, δηλαδή την περιορισμένη ωριμότητα της κοινωνίας και τις επιπτώσεις που θα έχει για το παιδί η αρνητική κοινωνική υποδοχή ως μέλους μιας οικογένειας με ομόφυλο ζευγάρι. Πρόκειται για ένα επιχείρημα που όσοι το εκφέρουν δεν έχουν επίγνωση πόσο ντροπιαστικό είναι για τους ίδιους. Αν δεχθούμε ότι μια κοινωνία δεν είναι έτοιμη να σεβαστεί τη διαφορετικότητα, τότε ηθελημένα ή αθέλητα υπονομεύουμε όλους τους αγώνες που έγιναν για να απαλειφθούν διακρίσεις που βασίζονταν στο φύλο, στη θρησκευτική πίστη, στην αρτιμέλεια, στη φυλή, στην κοινωνική προέλευση, στις πολιτικές πεποιθήσεις ή στον σεξουαλικό προσανατολισμό. Όποιος επικαλείται τη σκοτεινή πλευρά αυτής της κοινωνίας, εμμέσως πλην σαφώς την αποδέχεται και συμβάλλει στην αναπαραγωγή της.