Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 22/2/2011
Το κίνημα «δεν πληρώνω», οι αντιδράσεις των κατοίκων της Κερατέας, οι βανδαλισμοί σε δημόσια περιουσία ή ο εκφοβισμός πολιτικών προσώπων τείνουν να λάβουν διαστάσεις χιονοστιβάδας. Η ελληνική κοινωνία εμφανίζεται διχασμένη. Η οργή για τις εισοδηματικές περικοπές, τις αυξήσεις σε υπηρεσίες και είδη πρώτης ανάγκης και τη διογκούμενη ανεργία, σε συνάρτηση με την απαξίωση της πολιτικής τάξης, εκτρέφουν ακραίες εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και ανυπακοής προς κάθε κρατική απόφαση που θίγει ή επιβαρύνει οικονομικά επιμέρους κοινωνικές ομάδες ή και το σύνολο των εργαζομένων. Παράλληλα, όμως, τίθεται εύλογα το ερώτημα πού οδηγεί η συστηματική και δεδηλωμένη παραβίαση κάθε νόμου, κανόνα ή επιταγής που προκαλεί διαφωνίες.
Στο ερώτημα ποια είναι τα όρια της διαμαρτυρίας, μια συντηρητική προσέγγιση θα απαντήσει ότι κατά κύριο λόγο προσδιορίζονται από το κράτος δικαίου, τον νόμο και τους εγγυητές του. Η διαμαρτυρία δεν κρίνεται θεμιτό, κατά την αντίληψη αυτή, να εκτραπεί εκτός της νομιμότητας, ανοίγοντας μπάρες διοδίων, καταστρέφοντας ελεγκτήρια εισιτηρίων, αποκλείοντας την είσοδο σε υπουργεία, πολλώ μάλλον προπηλακίζοντας βουλευτές. Ύψιστες αξίες της συντηρητικής προσέγγισης είναι η ευνομία και η κυβερνησιμότητα της χώρας.
Στο ίδιο ερώτημα, μια κεντροαριστερή αντίληψη οριοθετεί τη διαμαρτυρία με γνώμονα ιδίως τη δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα, εξετάζοντας κυρίως εάν η διαμαρτυρία στρέφεται εναντίον δημοκρατικά ειλημμένων και ουσιαστικά νομιμοποιημένων αποφάσεων και κατά πόσον δικαιολογείται με αναφορά στα δικαιώματα της συνάθροισης, της απεργίας και της ελεύθερης έκφρασης. Τέλος, μια αριστερή άποψη προτάσσει τους σκοπούς που υπηρετεί η διαμαρτυρία, ιδίως δηλαδή εάν ο σκοπός κρίνεται συμβατός με τις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Η διεκδικητική λειτουργία της διαμαρτυρίας «απελευθερώνεται» εδώ ακόμη περισσότερο, διευρύνοντας τα όριά της και τις μορφές που εκδηλώνεται. Μια διαμαρτυρία, εν ονόματι οποιουδήποτε σκοπού, που αδιαφορεί για τις κατακτήσεις της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου εμπεριέχει ωστόσο το σπέρμα του αυταρχισμού, της τρομοκρατίας ή της πλήρους αποδιοργάνωσης της κοινωνικής συμβίωσης. Εκείνοι που απαιτούν «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», να κλείσουν οι δρόμοι, να αποκλειστεί η πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες ή σχολεία και να μετατραπεί η Ελλάδα σε φλεγόμενη έρημο, κατ’ ουσίαν δεν είναι ούτε δεξιοί ούτε σοσιαλδημοκράτες, ούτε αριστεροί, αλλά ανερμάτιστες προσωπικότητες ή τραμπούκοι.
Από την άλλη πλευρά, ούτε όσοι απορρίπτουν μετά βδελυγμίας κάθε διαμαρτυρόμενο, διαδηλωτή ή απεργό ως «ταραξία» αντιλαμβάνονται τι σημαίνει συνταγματική δημοκρατία. Για ορισμένους κύκλους αποτελεί πλέον ντροπή να υπερασπίζεται κανείς κοινωνικές και εργασιακές κατακτήσεις δεκαετιών ή να απαιτεί ικανοποιητικούς όρους εργασίας, ασφάλισης, περίθαλψης και ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Η διαμαρτυρία δεν είναι ντροπή, αλλά δικαίωμα και υποχρέωση κάθε ενεργού πολίτη. Τα όριά της συγκαθορίζονται με βάση τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τις αξίες της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Θα αποτελέσει λοιπόν στοιχείο ωρίμανσης της ελληνικής κοινωνίας η ικανότητα αναγνώρισης των ορίων της διαμαρτυρίας και της ανυπακοής.
Στο ερώτημα ποια είναι τα όρια της διαμαρτυρίας, μια συντηρητική προσέγγιση θα απαντήσει ότι κατά κύριο λόγο προσδιορίζονται από το κράτος δικαίου, τον νόμο και τους εγγυητές του. Η διαμαρτυρία δεν κρίνεται θεμιτό, κατά την αντίληψη αυτή, να εκτραπεί εκτός της νομιμότητας, ανοίγοντας μπάρες διοδίων, καταστρέφοντας ελεγκτήρια εισιτηρίων, αποκλείοντας την είσοδο σε υπουργεία, πολλώ μάλλον προπηλακίζοντας βουλευτές. Ύψιστες αξίες της συντηρητικής προσέγγισης είναι η ευνομία και η κυβερνησιμότητα της χώρας.
Στο ίδιο ερώτημα, μια κεντροαριστερή αντίληψη οριοθετεί τη διαμαρτυρία με γνώμονα ιδίως τη δημοκρατία και τα θεμελιώδη δικαιώματα, εξετάζοντας κυρίως εάν η διαμαρτυρία στρέφεται εναντίον δημοκρατικά ειλημμένων και ουσιαστικά νομιμοποιημένων αποφάσεων και κατά πόσον δικαιολογείται με αναφορά στα δικαιώματα της συνάθροισης, της απεργίας και της ελεύθερης έκφρασης. Τέλος, μια αριστερή άποψη προτάσσει τους σκοπούς που υπηρετεί η διαμαρτυρία, ιδίως δηλαδή εάν ο σκοπός κρίνεται συμβατός με τις αξίες της ελευθερίας, της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αλληλεγγύης. Η διεκδικητική λειτουργία της διαμαρτυρίας «απελευθερώνεται» εδώ ακόμη περισσότερο, διευρύνοντας τα όριά της και τις μορφές που εκδηλώνεται. Μια διαμαρτυρία, εν ονόματι οποιουδήποτε σκοπού, που αδιαφορεί για τις κατακτήσεις της δημοκρατίας, των δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου εμπεριέχει ωστόσο το σπέρμα του αυταρχισμού, της τρομοκρατίας ή της πλήρους αποδιοργάνωσης της κοινωνικής συμβίωσης. Εκείνοι που απαιτούν «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή», να κλείσουν οι δρόμοι, να αποκλειστεί η πρόσβαση σε δημόσιες υπηρεσίες ή σχολεία και να μετατραπεί η Ελλάδα σε φλεγόμενη έρημο, κατ’ ουσίαν δεν είναι ούτε δεξιοί ούτε σοσιαλδημοκράτες, ούτε αριστεροί, αλλά ανερμάτιστες προσωπικότητες ή τραμπούκοι.
Από την άλλη πλευρά, ούτε όσοι απορρίπτουν μετά βδελυγμίας κάθε διαμαρτυρόμενο, διαδηλωτή ή απεργό ως «ταραξία» αντιλαμβάνονται τι σημαίνει συνταγματική δημοκρατία. Για ορισμένους κύκλους αποτελεί πλέον ντροπή να υπερασπίζεται κανείς κοινωνικές και εργασιακές κατακτήσεις δεκαετιών ή να απαιτεί ικανοποιητικούς όρους εργασίας, ασφάλισης, περίθαλψης και ένα αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης. Η διαμαρτυρία δεν είναι ντροπή, αλλά δικαίωμα και υποχρέωση κάθε ενεργού πολίτη. Τα όριά της συγκαθορίζονται με βάση τη δημοκρατία, το κράτος δικαίου και τις αξίες της ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Θα αποτελέσει λοιπόν στοιχείο ωρίμανσης της ελληνικής κοινωνίας η ικανότητα αναγνώρισης των ορίων της διαμαρτυρίας και της ανυπακοής.