Η ΔΥΣΠΡΑΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 10/3/2009

Κάθε πολίτης που χρειάστηκε να προσφύγει στη Δικαιοσύνη έχει διαπιστώσει, χωρίς να απαιτούνται ειδικές γνώσεις, την αδυναμία των ελληνικών δικαστηρίων να ανταποκριθούν στον θεσμικό τους ρόλο. Παρά το υψηλό επίπεδο του μέσου Ελληνα δικαστή, ο χρόνος απονομής της δικαιοσύνης ισοδυναμεί συχνά με αρνησιδικία, όπως έχει άλλωστε αποφανθεί κατ’ επανάληψη το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Κατά μέσο όρο ο χρόνος αναμονής για την έκδοση πρωτόδικης απόφασης στα διοικητικά δικαστήρια υπολογίζεται σε πέντε χρόνια, ενώ για να τελεσιδικήσει απαιτείται τουλάχιστον άλλη μία τριετία. Παρόμοια είναι η κατάσταση και στα πολιτικά δικαστήρια. Η εξήγηση για τη δυσπραγία της Δικαιοσύνης δεν είναι μονοσήμαντη. Οφείλεται κατ αρχάς στην ελλειμματική λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, της οποίας οι αποφάσεις σε υψηλό ποσοστό είναι παράνομες και αναιτιολόγητες ή εκδίδονται χωρίς να τηρούνται οι προβλεπόμενες διαδικασίες. Από την άλλη πλευρά, ο δικηγορικός πληθωρισμός και η απουσία αποτελεσματικών μηχανισμών εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών επιβαρύνουν περαιτέρω τη Δικαιοσύνη. Πέρα από αυτά, η ίδια η διαδικασία απονομής της Δικαιοσύνης διαπιστώνεται ότι δεν διευκολύνει την αποφόρτωση, αλλά επιτείνει το πρόβλημα, επηρεάζοντας εντέλει και την ποιότητα του δικαιοδοτικού έργου.
Η αναποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος, κατ εξοχήν σε περιόδους οικονομικής κρίσης, καθίσταται άμεσα ορατή στην οικονομία, αφ ενός στερώντας το ελληνικό Δημόσιο από σημαντικά ποσά φόρων και ασφαλιστικών εισφορών και, αφ’ ετέρου, εγκλωβίζοντας σειρά επιχειρηματικών και επενδυτικών δραστηριοτήτων. Ωστόσο, τα μέχρι σήμερα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα αποδείχθηκαν ατελέσφορα, ιδίως εξαιτίας της αποσπασματικότητας των ρυθμίσεων, αλλά και της έλλειψης ενός ριζοσπαστικού σχεδιασμού για την αναμόρφωση του δικαστικού συστήματος. Τα μέτρα που εξήγγειλε ο νέος υπουργός Δικαιοσύνης κινούνται μεν στη σωστή κατεύθυνση, όμως δεν φαίνεται να εντάσσονται σε μια λογική ευρύτερης αναδιάρθρωσης του κράτους.
Είναι κρίσιμο να καταρριφθεί ο μύθος ότι η αύξηση του αριθμού των δικαστών θα αποτελούσε λύση για να μειωθεί ουσιωδώς ο χρόνος έκδοσης των δικαστικών αποφάσεων. Απαιτείται, επίσης, να καταστεί σαφές ότι οι αναγκαίες τομές δεν αρκεί να αφορούν τη δικαιοσύνη καθεαυτή, αλλά συνολικότερα την οργάνωση και λειτουργία της πολιτείας. Οταν σήμερα ο αριθμός των εκκρεμών δικογραφιών ανέρχεται σε περισσότερες από 415.000, είναι προφανές ότι ιδιαίτερη βαρύτητα πρέπει να αποδοθεί πρώτον σε μέτρα μείωσης των υποβαλλόμενων αιτήσεων και προσφυγών και, δεύτερον, στους μηχανισμούς «φιλτραρίσματος» εκείνων των προσφυγών με τις οποίες πράγματι θα ασχοληθεί σε βάθος ο δικαστής. Επιπλέον, σκόπιμο κρίνεται να προτάσσονται χρονικά οι μείζονος οικονομικού-επενδυτικού ενδιαφέροντος υποθέσεις, που έχουν ευρείες επιπτώσεις για την οικονομία και την πολιτεία.
Η Δικαιοσύνη παραμένει, παρά τη χαμηλή της αποδοτικότητα, ο έσχατος και πλέον αμερόληπτος κρατικός μηχανισμός για την προστασία των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Η αναβάθμιση της λειτουργίας της θα συμβάλει ευρύτερα στον εκσυγχρονισμό της πολιτείας.