Πρώτο Θέμα, 29/07/18
Η μείωση των συντάξεων έχει θεσμοθετηθεί από την κυβέρνηση για το 2019, καθώς όμως μαζί με τις εκλογές πλησιάζει και ο χρόνος εφαρμογής της, η κυβέρνηση καλλιεργεί έντρομη στους συνταξιούχους την προσδοκία ότι θα πετύχει την αναβολή των περικοπών. Η μείωση των συντάξεων επιβλήθηκε από τους δανειστές με το σκεπτικό ότι είναι αναγκαία για να καταστεί βιώσιμο το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Το λεγόμενο πλεόνασμα του ΕΦΚΑ, το οποίο επικαλείται η κυβέρνηση, δεν είναι πραγματικό αλλά λογιστικό και οφείλεται στις τεράστιες καθυστερήσεις απονομής συντάξεων. Ο,τι υποσχέσεις και αν μοιράσει η κυβέρνηση, αυτές θα βασίζονται σε πήλινα πόδια, αφού τα τεράστια προβλήματα χρηματοδότησης του ασφαλιστικού συστήματος παραμένουν, με ευθύνη και της ίδιας.
Πράγματι, το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα ικανοποιητικές παροχές, αν δεν αναστραφούν οι αρνητικοί ρυθμοί ανάπτυξης, η ανεργία άνω του 20%, τα υψηλά ποσοστά αδήλωτης απασχόλησης, το brain drain και τα ζοφερά δημογραφικά δεδομένα. Αρα οφείλουμε να θέσουμε το Ασφαλιστικό στις πραγματικές του διαστάσεις, ως αλληλένδετο με την πορεία της οικονομίας, της απασχόλησης και των δημογραφικών εξελίξεων.
Είναι συνεπώς προφανές ότι η κυβέρνηση είτε αγνοεί τους βασικούς μηχανισμούς της κοινωνικής ασφάλισης, είτε παραπλανά τους πολίτες. Η αναζήτηση αυτοαναφορικών λύσεων, υποτιμώντας την αλληλεπίδραση του Ασφαλιστικού με την οικονομία και την απασχόληση αποτελεί μια επιλογή υπονόμευσης του συστήματος. Η κρίση επιτάχυνε τις εξελίξεις και κλόνισε το ήδη ελλειμματικό διανεμητικό σύστημα. Η ανεργία και η μείωση των μισθών συρρίκνωσαν τα έσοδα από εισφορές και αύξησαν τις κοινωνικές δαπάνες. Ταυτόχρονα, η δημοσιονομική δυσπραγία οδήγησε σε μείωση της κρατικής χρηματοδότησης.
Από την άλλη πλευρά, εμβαλωματικές παρεμβάσεις, όπως οι αλλεπάλληλες περικοπές των συντάξεων, λειτούργησαν καταστροφικά τόσο για την ασφαλιστική συνείδηση όσο και για τη διαγενεακή αλληλεγγύη. Ως επίλυση του Ασφαλιστικού δεν μπορούν να θεωρηθούν οι επαναλαμβανόμενες δυσμενείς παραμετρικές μεταβολές, ιδίως οι αυξήσεις εισφορών, οι μειώσεις παροχών και οι αυξήσεις ορίων ηλικίας. Αυτή η λογική, την οποία ακολούθησε στον μέγιστο βαθμό η κυβέρνηση, οδηγεί μαθηματικά στην αποδόμηση του ασφαλιστικού συστήματος.
Ωστόσο, το σοβαρότερο πρόβλημα που προκάλεσε ο λεγόμενος «νόμος Κατρούγκαλου» αποτελεί η στρέβλωση της ανταποδοτικότητας του συστήματος και της αρχής της εγγύτητας μεταξύ του προσυνταξιοδοτικού επιπέδου διαβίωσης και αυτού που εγγυάται το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Η αρχή της ανταποδοτικότητας ασφαλώς σχετικοποιείται σε κάθε σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, με γνώμονα τις αρχές της αλληλεγγύης και της προστασίας του ασφαλιστικού κεφαλαίου. Ωστόσο, αυτό που θεωρείται, με τα λόγια του εμπνευστή του ασφαλιστικού εξαμβλώματος του ΣΥΡΙΖΑ, μεταρρύθμιση «αναδιανεμητική και κοινωνικά μεροληπτική για τους από κάτω», στην πραγματικότητα αποτέλεσε μια βίαιη υποχώρηση της ανταποδοτικότητας που υπέσκαψε την ασφαλιστική συνείδηση. Ηδη είδαν το φως της δημοσιότητας σημαντικά στοιχεία για την αύξηση της εισφοροδιαφυγής που προκάλεσε ο νόμος αυτός.
Καμιά δομική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος δεν επιτρέπει τη βιωσιμότητά του και τη χορήγηση δίκαιων και επαρκών παροχών, αν δεν αντιστραφεί το καθοδικό σπιράλ σε οικονομία και απασχόληση. Οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ καλλιεργούσαν ως αντιπολίτευση επί πέντε χρόνια φρούδες ελπίδες, με βάση το αντιμνημονιακό αφήγημα, όμως αυτοδεσμεύθηκαν ακολούθως με το τρίτο μνημόνιο να λάβουν τα βαρύτερα μέτρα. Τώρα, λίγους μήνες πριν από τις εκλογές, δηλώνουν ότι θα τα πάρουν πίσω. Πλέον το ζητούμενο είναι να αποφευχθεί η πλήρης αποδόμηση του θεσμικού οικοδομήματος της κοινωνικής ασφάλισης, με την αθέτηση σε βάθος χρόνου των αρχών της ασφαλιστικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης και παραβιάζοντας κατοχυρωμένα ασφαλιστικά δικαιώματα. Εχει αποδειχθεί ότι η σημερινή κυβέρνηση είναι ακατάλληλη για να πετύχει την αντιστροφή της κατάρρευσης του ασφαλιστικού συστήματος.