Ananeotiki.gr, 17/1/2018
Πριν από λίγες μέρες, ένας πολιτικός της κεντρικής πολιτικής σκηνής που ανήκει στην Κεντροαριστερά με πλησίασε και μου είπε ευθέως ότι στο βιβλίο μου «Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα» (εκδ. Πόλις, 2017) αναφέρομαι σε ιδέες που έχουν πεθάνει. Αυτή δεν είναι μία μεμονωμένη άποψη κάποιων προσώπων, αλλά εντάσσεται σε ένα ευρύτερο ρεύμα για το μέλλον των ιδεών που από τη σκοπιά της πολιτικής γεωγραφίας εντοπίζονται στον χώρο μεταξύ μετριοπαθούς Δεξιάς και ριζοσπαστικής Αριστεράς. Του απάντησα ότι ο θάνατος (ή η αυτοκτονία) της Σοσιαλδημοκρατίας έχει αναγγελθεί δεκάδες φορές τα τελευταία 50 χρόνια, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, και έχουν γραφεί ολόκληρες βιβλιοθήκες, αλλά αυτή παραμένει ολοζώντανη, στο επίκεντρο των εξελίξεων και μάλιστα ανεξάρτητα από τα εκλογικά ποσοστά των σοσιαλιστικών ή σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Είναι παρούσα, πρώτα απ’ όλα, επειδή έχει διαποτίσει ανεξίτηλα τους θεσμούς, τις κρατικές δομές και πρωτίστως το φαντασιακό όλων των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Στην Ευρώπη σήμερα, με μόλις το 9% του παγκόσμιου πληθυσμού και το 20% του παγκοσμίως παραγόμενου πλούτου, πραγματοποιείται το 50% των κοινωνικών δαπανών στον κόσμο.
Όσο και αν ασκούμε κριτική για το κοινωνικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή αναγνωρίζουμε την αναπόφευκτη υποχώρηση του εθνικού κεϋνσιανισμού, οι μηχανισμοί αναδιανομής, κοινωνικής αλληλεγγύης και προστασίας της εργασίας διατηρούν ισχυρά ερείσματα στην Ευρώπη, που δεν τολμούν να κλονίσουν ούτε οι δεξιές κυβερνήσεις. Δυστυχώς, βέβαια, φαίνεται να τα κλονίζουν με μεγαλύτερη ευκολία οι αυτοαποκαλούμενες αριστερές κυβερνήσεις.
Το ερώτημα όμως παραμένει επιτακτικό: Ποιο μέλλον για τη Σοσιαλδημοκρατία; Η Σοσιαλδημοκρατία μπορεί να επαίρεται μόνο για το παρελθόν της, ή ο 21ος αιώνας θα καταγραφεί ως σοσιαλδημοκρατικός όπως ο 20ός; Ποιο είναι το μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας όταν η εκλογική της δύναμη συρρικνώνεται σταθερά τα τελευταία χρόνια και με ακόμη πιο ραγδαίους ρυθμούς μετά το ξέσπασμα των δίδυμων κρίσεων, της οικονομικής και της προσφυγικής;
Για να αναφερθώ μόνο στις εξελίξεις του 2017, είδαμε τη δραματική συρρίκνωση της εκλογικής δύναμης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στη Γαλλία, την Ολλανδία, την Τσεχία και τη Γερμανία. Αντίστοιχες κακές επιδόσεις υπήρξαν τα προηγούμενα χρόνια σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με ακραίο παράδειγμα την Ελλάδα. Γιατί υποχωρεί λοιπόν η εκλογική επιρροή της Σοσιαλδημοκρατίας;
α) Σύμφωνα με μία αντίληψη επειδή πέτυχε τους καταστατικούς της σκοπούς. Στη συνέχεια λεηλατήθηκε από άλλα πολιτικά ρεύματα στα αριστερά και δεξιά της και, τέλος, αφομοιώθηκε σε θεσμούς και πρακτικές χάνοντας τον δυναμισμό της.
β) Μία εξήγηση που προτείνεται από πολλούς, εκ διαμέτρου αντίθετη από την προηγούμενη, είναι ότι απέτυχε να εκπληρώσει τις εξαγγελίες της και τώρα τιμωρείται από τους πολίτες για την υποταγή της στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση.
γ) Μία τρίτη εξήγηση που προτείνεται είναι ότι δεν κατάφερε να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες του μεταψυχροπολεμικού κόσμου, της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης και της παγκοσμιοποίησης.
δ) Αλλά υποστηρίζεται και το ακριβώς αντίθετο, ότι δηλαδή προσαρμόστηκε σε τέτοιο βαθμό στον μεταβιομηχανικό κόσμο, ώστε να απωλέσει την αξιακή της ταυτότητα και το εκλογικό της ακροατήριο. Και ότι διαχειρίστηκε την κρίση εφαρμόζοντας νεοφιλελεύθερες πολιτικές, συνεργαζόμενη με δεξιά κόμματα και προδίδοντας έτσι σε τελική ανάλυση πρόδωσε τις αρχές της.
Καμιά από τις προηγούμενες θεωρίες εξήγησης δεν είναι επαρκής. Τι μένει όμως σήμερα όρθιο από τη Σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη; Πολύς λόγος γίνεται για δύο πρόσωπα:
α) Αφ’ ενός τον Εμανουέλ Μακρόν. Είναι σοσιαλδημοκράτης; Ή μήπως είναι ένας σοσιαλφιλελεύθερος πολιτικός που έχει απομακρυνθεί από τις αξίες της Σοσιαλδημοκρατίας, προτάσσοντας την προώθηση μεταρρυθμίσεων χωρίς ιδεολογικές αναφορές, τη διαχειριστική αποτελεσματικότητα και την αντιμετώπιση του ταυτοτικού ζητήματος;
β) Το δεύτερο πρόσωπο είναι ο Τζέρεμι Κόρμπιν, που δεν είναι ευρωπαϊστής όπως ο Μακρόν, αλλά ευρωσκεπτικιστής, ενώ από πολλούς θεωρείται λαϊκιστής, καλλιεργώντας εκλεκτικές σχέσεις με τη ριζοσπαστική Αριστερά.
Σε τελική ανάλυση, η συζήτηση σήμερα για τη Σοσιαλδημοκρατία κινείται πάνω σε αυτό το δίπολο: Από τη μία πλευρά η εκδοχή του λεγόμενου «νέου προοδευτικού κέντρου» και του σοσιαλφιλελευθερισμού, της οποίας οι υποστηρικτές φτάνουν μέχρι την εγκατάλειψη των αξιακών και ιδεολογικών αναφορών της Σοσιαλδημοκρατίας, όπως ο συνομιλητής μου από την ελληνική Κεντροαριστερά στον οποίον αναφέρθηκα νωρίτερα. Από την άλλη πλευρά, εκείνοι που επιμένουν στη σημασία της διάκρισης Δεξιά-Αριστέρα και στην πρόταξη της μάχης κατά των ανισοτήτων, δίνοντας έμφαση όχι τόσο στο ταυτοτικό πρόβλημα όσο στο νέο κοινωνικό ζήτημα, τις νέες επισφάλειες στην εργασία, στην αγωνία του πρεκαριάτου που διατρέχει οριζόντια όλες τις κοινωνικές τάξεις και τα στρώματα από τα χαμηλά εισοδήματα μέχρι την ανώτερη μεσαία τάξη.
Άρα, ποιο μέλλον για τη Σοσιαλδημοκρατία; Έχουμε να επιλέξουμε ανάμεσα στις δύο αυτές εναλλακτικές; Μήπως όμως οι υποστηρικτές του ρεύματος Μακρόν κατ’ ουσίαν έχουν ήδη προσχωρήσει στην Κεντροδεξιά, ενώ οι υποστηρικτές του ρεύματος Κόρμπιν προστρέχουν στη θεωρία και πράξη της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Αριστεράς;
Μήπως η συζήτηση αυτή είναι μάταιη, υπό την έννοια ότι οι διανοούμενοι και οι πολιτικοί στοχαστές έχουν πλέον αντικατασταθεί από τους επικοινωνιολόγους και τους ερευνητές κοινής γνώμης, που κατασκευάζουν προγράμματα a la carte;
Το ερώτημα που θέσαμε σε αυτή την εκδήλωση, «Ποιο μέλλον για τη Σοσιαλδημοκρατία;», δεν απευθύνεται σε προφήτες και μελλοντολόγους. Απευθύνεται σε σκεπτόμενους πολίτες που αναγνωρίζουν ότι οι ιδέες αποκτούν και εξελίσσουν το νόημά τους στην πορεία της ιστορίας.
Η Σοσιαλδημοκρατία υποστηρίζει ότι είναι σφάλμα να επιχειρεί κανείς να προδικάσει το μέλλον. Η Σοσιαλδημοκρατία αυτονομήθηκε από τον μαρξισμό στις αρχές του 20ού αιώνα, ερχόμενη σε αντιπαράθεση με τον ιστορικό υλισμό και τον οικονομικό ντετερμινισμό, που προεξοφλούσαν την κατάρρευση του καπιταλισμού. Η Σοσιαλδημοκρατία αμφισβήτησε κάθε νομοτέλεια, απονέμοντας τα πρωτεία στην πολιτική, δηλαδή στην πράξη των αγωνιζόμενων ανθρώπων και όχι σε κάποιους ακλόνητους ιστορικούς νόμους. Και σήμερα επιμένει να αντιμάχεται τη νομοτέλεια της ΤΙΝΑ, της αντίληψης ότι «there is no alternative», ότι δεν υπάρχει εναλλακτική απέναντι στις ανεξέλεγκτες αγορές που επιτείνουν την ανεργία, τις ανισότητες και την οικολογική καταστροφή.
Άρα στο ερώτημα για το μέλλον της Σοσιαλδημοκρατίας η απάντηση συναρτάται με κάποιους όρους και προϋποθέσεις. Συναρτάται κυρίως με τέσσερα μεγάλα διλήμματα που καλείται να απαντήσει η Σοσιαλδημοκρατία:
α) Θα επιμείνει στη βασική πολιτική διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, αυτοπροσδιοριζόμενη ως μία μετριοπαθής και πολιτικά φιλελεύθερη Αριστερά; Η απάντηση που προτείνω στο βιβλίο είναι καταφατική. Η Σοσιαλδημοκρατία πρέπει να επιμείνει στη σημασία της μάχης εναντίον των ανισοτήτων, που θεωρώ ότι είναι η καρδιά κάθε αριστερής αντίληψης. Καταπολέμηση όμως των ανισοτήτων χωρίς να αρνείται ή να υπονομεύει την ελεύθερη οικονομία και την επιχειρηματικότητα, χωρίς τον εξισωτισμό που επιδιώκουν η ριζοσπαστική και η κομμουνιστική Αριστερά, και παράλληλα καθιστώντας ευδιάκριτες τις διαφορές της από την Κεντροδεξιά, που αντιλαμβάνεται τις ανισότητες ως φυσικό φαινόμενο. Η απάντηση στις ανισότητες δεν μπορεί να περιορίζεται στην ισότητα των ευκαιριών, αλλά εκτείνεται στην αναδιανομή πόρων και πλούτου.
Παράλληλα όμως το δίπολο Δεξιά-Αριστερά, άρα η κοινωνική αντίληψη της Σοσιαλδημοκρατίας, εμπλουτίζεται σήμερα από μια σειρά άλλων ζευγμάτων, στα οποία περιλαμβάνεται η πολιτισμική Αριστερά, η συζήτηση για τις ταυτότητες, η αντιπαράθεση με τον εθνολαϊκισμό κ.λπ.
β) Το δεύτερο δίλημμα περιγράφηκε ήδη: Έμφαση στην αποτελεσματικότητα και στον ρεαλισμό κατά το μοντέλο Μακρόν ή επιστροφή στα προτάγματα της κοινωνικής δικαιοσύνης και του ισχυρού κρατικού παρεμβατισμού κατά το μοντέλο Κόρμπιν; Η απάντηση είναι, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Το δίλημμα αυτό μου το έθεσαν με τον πιο εύγλωττο τρόπο τα νέα παιδιά που συμμετείχαν στα σεμινάρια για τη Σοσιαλδημοκρατία που συνδιοργανώσαμε με το Ίδρυμα Ebert. Με ρώτησαν κάποιοι συμμετέχοντες: Οφείλουμε να λέμε τελικά την αλήθεια για τα όρια των αναδιανεμητικών πολιτικών στην παρούσα ευρωπαϊκή και παγκόσμια συγκυρία και να αφήνουμε το προνόμιο των ψευδεπίγραφων υποσχέσεων στη ριζοσπαστική Αριστερά; Μήπως πρέπει και η Σοσιαλδημοκρατία να σχετικοποιήσει την αρχή της ειλικρίνειας; Η απάντησή μου ήταν ότι οφείλουμε ως σοσιαλδημοκράτες να λέμε όλη την αλήθεια και να μην τάζουμε την ανέφικτη επιστροφή σε έναν κόσμο που έχει τελειώσει.
Από αυτή την άποψη είναι ύποπτη η στρατηγική Κόρμπιν, που προχώρησε σε ανέφικτες εξαγγελίες. Όμως αυτή η αλήθεια πρέπει να συνοδεύεται από την αρχή της ελπίδας, από την προβολή της προσδοκίας ότι οι δυσμενείς συσχετισμοί μπορούν να αλλάξουν, ότι το σύνδρομο ΤΙΝΑ είναι ένα ιδεολόγημα που εξυπηρετεί συγκεκριμένα συμφέροντα, άρα ότι είναι εφικτός ένας άλλος κόσμος. Και το ισχυρότερο επιχείρημα υπέρ αυτής της προσδοκίας είναι τα ίδια τα ιστορικά επιτεύγματα της Σοσιαλδημοκρατίας, τα κοινωνικά κράτη στην Ευρώπη, η διεύρυνση της ιδιότητας του πολίτη, η άμβλυνση των ανισοτήτων, οι θεσμικές εγγυήσεις της εργασίας.
Αυτό που καλείται σήμερα να πράξει η Σοσιαλδημοκρατία είναι αυτό που έκανε πάντα. Να παράξει ένα νέο προγραμματικό λόγο, πρωτότυπες και νεωτερικές δημόσιες πολιτικές για την απασχόληση, την ανάπτυξη, την αναδιανομή, την κοινωνική προστασία. Τέτοιες πολιτικές εισήγαγε π.χ. το ρεύμα του Τρίτου Δρόμου, που υπήρξε η πιο πρόσφατη επιτυχημένη όψη της Σοσιαλδημοκρατίας στη συγκεκριμένη συγκυρία, παρά τις ισχυρές μομφές που δέχθηκε.
γ) Το τρίτο δίλημμα αφορά την κοινωνική βάση της Σοσιαλδημοκρατίας. Εδώ τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρίσκονται μπροστά στο στοίχημα να συμπεριλάβουν στον λόγο τους τις νέες μορφές κοινωνικής σύγκρουσης, που δεν ανάγονται μόνο σε ταξικά συμφέροντα αλλά και σε συλλογικές ταυτότητες, και αποσκοπούν στην επιβολή αξιών, ηθικών επιλογών ή ειδικών συμφερόντων. Να απευθυνθούν στους μακροχρόνια άνεργους, στους επισφαλώς απασχολούμενους και υποαπασχολούμενους, τους κοινωνικά αποκλεισμένους αλλά και τα συμπιεζόμενα μεσαία στρώματα.
δ) Και το τέταρτο στοίχημα είναι πώς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θα αναδιοργανωθούν, απομακρυνόμενα από τις παραδοσιακές ολιστικές και συγκεντρωτικές αντιλήψεις, επιχειρώντας τη δικτύωση διαφορετικών κοινωνικών χώρων και συνομιλώντας με ένα εύληπτο, νέο λεξιλόγιο με τους πολίτες.
Πρωτίστως πιστεύω, ως υποστηρικτής της Σοσιαλδημοκρατίας, ότι το μέλλον της εξαρτάται από την ικανότητά της όχι απλά να βρει τρόπους να απευθυνθεί στο ετερόκλητο ακροατήριό της, αλλά να συνομιλεί με την κοινωνία. Να την ακούει, να λαμβάνει τα μηνύματά της και να τα επεξεργάζεται. Οι πολίτες σήμερα (το λέω με αφορμή και τη συζήτηση που προκάλεσε το βιβλίο), έχουν ανάγκη να συνομιλήσουν, να μπουν σε έναν πολιτικό διάλογο, να ξεπεράσουν την απογοήτευση και την αποστασιοποίηση των τελευταίων χρόνων. Οφείλουμε να τους δώσουμε αυτή την ευκαιρία.
—
(Ομιλία στην εκδήλωση του Ιδρύματος Friedrich Ebert «Ποιο μέλλον για τη Σοσιαλδημοκρατία;», 17.1.2018)