Εφημερίδα, “ΕΘΝΟΣ”, 2/4/2013
Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην υγεία γίνονται διαρκώς εμφανέστερες. Περικοπές στους προϋπολογισμούς των δημόσιων νοσοκομείων, ελλείψεις ιατρικών υλικών και ανεπάρκειες σε υγειονομικό προσωπικό επισημαίνονται σε αρκετές χώρες όπου εφαρμόζονται περιοριστικές πολιτικές. Ωστόσο, στην Ελλάδα τόσο το ύψος των περικοπών όσο και οι χρόνιες παθογένειες του ΕΣΥ οδήγησαν σε ραγδαία συρρίκνωση της υγειονομικής προστασίας, ιδίως των ευπαθών πληθυσμιακών ομάδων.
Η κρίση επέφερε σημαντική μείωση των εισαγωγών σε ιδιωτικά νοσοκομεία, κατά περίπου 35%, και σε αντίστοιχη αύξηση στα δημόσια. Η επιβάρυνση αυτή των δημόσιων νοσοκομείων, σε συνάρτηση με τις περικοπές στους προϋπολογισμούς τους κατά 40%, είχε ως αποτέλεσμα την καθίζηση της ποιότητας της παρεχόμενης φροντίδας. Κατ’ επέκταση, οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής, η απόσταση από τις μονάδες υγείας και η αύξηση της συμμετοχής των ασθενών στην υγειονομική δαπάνη περιορίζουν την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο αριθμός των Ελλήνων που προσφεύγουν σε κοινωνικά ιατρεία, τα οποία μέχρι το 2009 απευθύνονταν κυρίως σε μετανάστες, τα τελευταία τρία χρόνια έχει δεκαπλασιαστεί.
Η επιδείνωση της υγείας των οικονομικά ασθενέστερων ομάδων δεν εντοπίζεται μόνο σε προβλήματα ψυχικής υγείας, που οφείλονται στην πρωτοφανή ανεργία και την εργασιακή ανασφάλεια, στη μείωση των εισοδημάτων και την αδυναμία κάλυψης βασικών αναγκών, αλλά αποδίδεται επίσης στη χαμηλότερη ποιότητα διατροφής, την αύξηση της χρήσης επιβλαβών ουσιών και την υποβάθμιση των προληπτικών εξετάσεων και των προγραμμάτων δημόσιας υγείας. Οι συνέπειες της κρίσης για την υγεία των παιδιών και των νέων αποδεικνύονται ακόμη σοβαρότερες και δυσχερέστερα αναστρέψιμες.
Σε μια γηράσκουσα κοινωνία όπως η ελληνική, η κατάρρευση της υγείας του πληθυσμού προκαλεί αλυσιδωτές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις. Η παρέμβαση της πολιτείας είναι πιο αναγκαία παρά ποτέ, ακολουθώντας τις κατευθύνσεις που υποδεικνύει ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας και αφορούν την ενίσχυση της αγοράς εργασίας, την οικογενειακή υποστήριξη, την ελάφρυνση χρεών και τη λειτουργία προγραμμάτων πρωτοβάθμιας φροντίδας, ιδίως στον τομέα της πρόληψης.