Εφημερίδα “Έθνος”, 19/6/2012
Οι προχθεσινές εκλογές επιβεβαίωσαν τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων και το τέλος του δικομματισμού, τουλάχιστον με τη μορφή που λειτούργησε από το 1981 μέχρι την 6η Μαΐου 2012. Η ομαλή εναλλαγή δυο πολυσυλλεκτικών κομμάτων εξουσίας σε αυτοδύναμες κυβερνήσεις αποδεικνύεται ότι δεν αποδοκιμάστηκε σε μια στιγμιαία έκφραση οργής για τις συνέπειες των μνημονιακών πολιτικών, αλλά έχει βαθύτερες ρίζες και συναρτάται με την απόρριψη από το εκλογικό σώμα του συγκρουσιακού μοντέλου δημοκρατίας, που εξέθρεψε ποικίλες πολιτικές και διοικητικές παθογένειες οδηγώντας στον προθάλαμο της εξόδου από την ευρωζώνη και στην ραγδαία κατάρρευση κράτους και οικονομίας.
Πίσω, όμως, από τη νέα ρευστότητα του κομματικού συστήματος υποκρύπτεται ταυτόχρονα η αναβίωση ακραίων εκδηλώσεων λαϊκισμού, που καθιστούν αβέβαιη τη μετάβαση από τον παρωχημένο δικομματισμό σε μια συναινετική διάρθρωση της πολιτικής εξουσίας. Στη θέση του δικομματισμού δεν είναι ακόμη διαγνώσιμο εάν θα εγκατασταθεί μια κουλτούρα συνεργασίας μεταξύ ιδεολογικοπολιτικά όμορων κομμάτων, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη διαφάνεια και τον εξορθολογισμό της πολιτικής ζωής, ή θα ευδοκιμήσουν ευκαιριακές κυβερνητικές συμπράξεις με κύριο μέλημα τη νομή της εξουσίας και την ενίσχυση της κομματικής επιρροής. Στη δεύτερη περίπτωση δεν κινδυνεύει μόνο η ισορροπία του πολιτικού συστήματος, αλλά και το μέλλον της χώρας, καθώς οι έκτακτες συνθήκες δεν επιτρέπουν μικροκομματικά παιχνίδια ή ατέρμονες διαπραγματεύσεις μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων.
Από τα πρώτα βήματα του ελληνικού κράτους, σύνθετοι ιστορικοί , κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες δεν επέτρεψαν την καλλιέργεια μιας κουλτούρας διαλόγου, συνεργασίας, συμβιβασμών, εξισορρόπησης συμφερόντων και σύνθεσης αντιλήψεων. Η λειτουργία πελατειακών δικτύων και οι σχέσεις πολιτικής πατρωνείας ενδυνάμωσαν την κομματική πόλωση. Η συνενοχή απέναντι σε φαινόμενα διαφθοράς και προσδοθηρίας δεν συνεπαγόταν την ανάπτυξη μορφών κομματικής συνέργιας, αλλά την αμοιβαία συγκάλυψη. Αυτή η ιδιότυπη ομερτά κάθε άλλο παρά συνέβαλε στο διάλογο, την ηπιότητα των πολιτικών ηθών και τη διαμόρφωση διαύλων επικοινωνίας που θα επέτρεπαν στοιχειώδεις συναινέσεις. Έτσι, μπροστά στη μεταβολή της εκλογικής συμπεριφοράς τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται απροετοίμαστα να αντικαταστήσουν τον ενίοτε άναρθρο συγκρουσιακό λόγο με την αναζήτηση κοινών τόπων και πεδίων συμφωνίας.
Όσα δεν έγιναν τις προηγούμενες δεκαετίες καλούνται οι πολιτικές δυνάμεις να τα επιτύχουν μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Προφανώς τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση τους επόμενους μήνες, υπό συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, δεν είναι νοητή. Τα κόμματα υποχρεούνται να αλλάξουν εσωτερική λειτουργία, πολιτικό λόγο, εκλογική τακτική. Η εποχή των αυτοδυναμιών δεν πρόκειται μεσοπρόθεσμα να επιστρέψει, τουλάχιστον μέχρις ότου παγιωθούν νέες, σαφείς διαιρετικές τομές και σταθεροποιηθεί το πολιτικό σύστημα. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα μεγάλο πολιτικό πείραμα, που πραγματοποιείται σε μια από τις κρισιμότερες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η αναπαραγωγή των πρακτικών της πόλωσης και της δημαγωγίας αντί να συσπειρώσει θα λειτουργήσει διαλυτικά. Το μήνυμα των διπλών εκλογών Μαΐου-Ιουνίου είναι να αναζητηθούν προγραμματικές συγκλίσεις και πολιτικές συνέργιες με βάθος χρόνου.
Πίσω, όμως, από τη νέα ρευστότητα του κομματικού συστήματος υποκρύπτεται ταυτόχρονα η αναβίωση ακραίων εκδηλώσεων λαϊκισμού, που καθιστούν αβέβαιη τη μετάβαση από τον παρωχημένο δικομματισμό σε μια συναινετική διάρθρωση της πολιτικής εξουσίας. Στη θέση του δικομματισμού δεν είναι ακόμη διαγνώσιμο εάν θα εγκατασταθεί μια κουλτούρα συνεργασίας μεταξύ ιδεολογικοπολιτικά όμορων κομμάτων, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη διαφάνεια και τον εξορθολογισμό της πολιτικής ζωής, ή θα ευδοκιμήσουν ευκαιριακές κυβερνητικές συμπράξεις με κύριο μέλημα τη νομή της εξουσίας και την ενίσχυση της κομματικής επιρροής. Στη δεύτερη περίπτωση δεν κινδυνεύει μόνο η ισορροπία του πολιτικού συστήματος, αλλά και το μέλλον της χώρας, καθώς οι έκτακτες συνθήκες δεν επιτρέπουν μικροκομματικά παιχνίδια ή ατέρμονες διαπραγματεύσεις μεταξύ των κυβερνητικών εταίρων.
Από τα πρώτα βήματα του ελληνικού κράτους, σύνθετοι ιστορικοί , κοινωνικοί και πολιτικοί παράγοντες δεν επέτρεψαν την καλλιέργεια μιας κουλτούρας διαλόγου, συνεργασίας, συμβιβασμών, εξισορρόπησης συμφερόντων και σύνθεσης αντιλήψεων. Η λειτουργία πελατειακών δικτύων και οι σχέσεις πολιτικής πατρωνείας ενδυνάμωσαν την κομματική πόλωση. Η συνενοχή απέναντι σε φαινόμενα διαφθοράς και προσδοθηρίας δεν συνεπαγόταν την ανάπτυξη μορφών κομματικής συνέργιας, αλλά την αμοιβαία συγκάλυψη. Αυτή η ιδιότυπη ομερτά κάθε άλλο παρά συνέβαλε στο διάλογο, την ηπιότητα των πολιτικών ηθών και τη διαμόρφωση διαύλων επικοινωνίας που θα επέτρεπαν στοιχειώδεις συναινέσεις. Έτσι, μπροστά στη μεταβολή της εκλογικής συμπεριφοράς τα πολιτικά κόμματα βρίσκονται απροετοίμαστα να αντικαταστήσουν τον ενίοτε άναρθρο συγκρουσιακό λόγο με την αναζήτηση κοινών τόπων και πεδίων συμφωνίας.
Όσα δεν έγιναν τις προηγούμενες δεκαετίες καλούνται οι πολιτικές δυνάμεις να τα επιτύχουν μέσα σε ελάχιστο χρόνο. Προφανώς τρίτη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση τους επόμενους μήνες, υπό συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, δεν είναι νοητή. Τα κόμματα υποχρεούνται να αλλάξουν εσωτερική λειτουργία, πολιτικό λόγο, εκλογική τακτική. Η εποχή των αυτοδυναμιών δεν πρόκειται μεσοπρόθεσμα να επιστρέψει, τουλάχιστον μέχρις ότου παγιωθούν νέες, σαφείς διαιρετικές τομές και σταθεροποιηθεί το πολιτικό σύστημα. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά σε ένα μεγάλο πολιτικό πείραμα, που πραγματοποιείται σε μια από τις κρισιμότερες περιόδους της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Η αναπαραγωγή των πρακτικών της πόλωσης και της δημαγωγίας αντί να συσπειρώσει θα λειτουργήσει διαλυτικά. Το μήνυμα των διπλών εκλογών Μαΐου-Ιουνίου είναι να αναζητηθούν προγραμματικές συγκλίσεις και πολιτικές συνέργιες με βάθος χρόνου.