Τα Νέα, 12/02/20
Επί δεκαετίες η σχέση μεταξύ Συντάγματος, νόμων και ποδοσφαίρου είναι μια σχέση έντασης. Σε αυτή τη σχέση κατά κανόνα ο νόμος βρίσκεται χαμένος. Με αφορμή το επίμαχο ζήτημα πολυιδιοκτησίας, το πρώτο ερώτημα που τίθεται είναι αν πράγματι υπάρχει πολυιδιοκτησία στην περίπτωση ΠΑΟΚ και Ξάνθης. Η απάντηση είναι ότι αυτό δεν μπορούμε ακόμη να το γνωρίζουμε με βεβαιότητα. Το σκεπτικό της Έκθεσης του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, της Επιτροπής Επαγγελματικού Αθλητισμού, φαίνεται κατ’ αρχάς εμπεριστατωμένο ως προς την αναγνώριση παρένθετων προσώπων. Απομένει όμως να αξιολογηθεί από την τακτική δικαιοσύνη.
Σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία προβλέπεται η δυνατότητα προσφυγής κατά της Έκθεσης της ΕΕΑ στο αρμόδιο διοικητικό Εφετείο. Εκεί θα έπρεπε να κριθεί η υπόθεση και όχι στην άστοχη τροπολογία που ψηφίστηκε εν μέσω αντιδράσεων. Οι θιγόμενοι μπορούν να επιδιώξουν στο δικαστήριο την αναστολή εφαρμογής της απόφασης των αθλητικών δικαιοδοτικών οργάνων, ώστε να υπάρξει ο αναγκαίος χρόνος για μία συνολική επανεκτίμηση της κατάστασης που διαμορφώθηκε στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο.
Τέθηκε, επίσης, το ερώτημα αν η τροπολογία είναι αντισυνταγματική. Η απάντηση είναι αρνητική, δεδομένου ότι το αυτοδιοίκητο στον χώρο του ποδοσφαίρου δεν περιλαμβάνει τις κυρώσεις που ο νόμος θέτει στο πεδίο του επαγγελματικού αθλητισμού. Όμως τίθεται ζήτημα παρέμβασης στους όρους διεξαγωγής του πρωταθλήματος και μάλιστα αναδρομικά. Κατά συνέπεια, τυχόν εφαρμογή της τροπολογίας αντίκειται προς το ρυθμιστικό πλαίσιο της UEFA και ενδέχεται να προκαλέσει την αποβολή της Ελλάδας από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις.
Εκτός από την κατάφωρη αγνόηση κάθε έννοιας καλής νομοθέτησης, η τροπολογία αντιβαίνει προς τη λογική της δικαιοκρατικής αρχής και στέλνει ένα αρνητικό μήνυμα στην κοινωνία: ότι δηλαδή οι νόμοι αλλάζουν όταν η εφαρμογή τους δεν είναι αρεστή στην εκάστοτε κυβέρνηση. Όμως το πολιτικό κόστος ενδέχεται να είναι μεγαλύτερο εξαιτίας αυτής της επιλογής. Το επιχείρημα περί διαφύλαξης της κοινωνικής συνοχής στην πραγματικότητα λειτουργεί υπέρ της ανομίας, που η κυβέρνηση έχει θέσει ως προτεραιότητα να πατάξει.
Τι θα έπρεπε να έχει πράξει η κυβέρνηση; Κατ’ αρχάς, αποτελεί νομικό σφάλμα αυτό που διατείνονται κυβερνητικά στελέχη, ότι δηλαδή η Έκθεση της ΕΕΑ αποτελεί απλή σύσταση χωρίς δεσμευτικό περιεχόμενο. Η Έκθεση της ΕΕΑ συνιστά εκτελεστή πράξη της διοίκησης, προσβαλλόμενη στα διοικητικά δικαστήρια, η οποία οδηγεί σε δέσμια αρμοδιότητα των αθλητικών δικαιοδοτικών οργάνων. Άρα η κυβέρνηση ξεκινάει από εσφαλμένη αφετηρία.
Η δικαιοκρατικά προβληματική και πολιτικά ατυχής τροπολογία δεν θα έπρεπε να έχει υπάρξει στον νομικό κόσμο. Η υπόθεση θα έπρεπε να επιλυθεί σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο από την ελληνική δικαιοσύνη. Περαιτέρω, οι επόμενες ενέργειες της κυβέρνησης θα έπρεπε να κατευθύνονται με γνώμονα ένα δίπολο: αφενός τον σεβασμό του αυτοδιοίκητου στο ποδόσφαιρο, σύμφωνα με το ρυθμιστικό πλαίσιο που έχει τεθεί από τη FIFA και την UEFA, και αφετέρου την αυστηροποίηση της νομοθεσίας για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο και την απαρέγκλιτη τήρησή της από την πολιτεία.
Σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες η υποταγή του ποδοσφαίρου στον Νόμο επιτεύχθηκε χάρη σε σκληρές επιλογές. Στη Μπουντεσλίγκα υποβιβάστηκαν το 1971 δύο ομάδες, στην Ιταλία το 1981 η Μίλαν και η Λάτσιο και στη Γαλλία το 1993 ο πρόεδρος της Μαρσέιγ Μπερνάρ Ταπί καταδικάστηκε σε φυλάκιση, η ομάδα του υποβιβάστηκε και εξέπεσε από τον τίτλο της πρωταθλήτριας. Δεν επρόκειτο παρά για την πιστή εφαρμογή της νομοθεσίας.