Εφημερίδα “ΈΘΝΟΣ”, 28/12/2010
Το Μνημόνιο και οι νόμοι που ψηφίστηκαν για την υλοποίησή του προσβλήθηκαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας από επιμελητήρια, ενώσεις πολιτών, τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών και απλούς εργαζόμενους. Η συζήτηση της υπόθεσης πραγματοποιήθηκε μέσα σε φορτισμένη ατμόσφαιρα, καθώς ορισμένοι από τους δικηγόρους υποστήριξαν ή υπονόησαν ότι οι εισηγήσεις των δικαστών δεν θεμελιώνονται σε νομικά επιχειρήματα, αλλά σε πολιτικά. Όμως, το πρόβλημα εν προκειμένω δεν αφορά κυρίως το είδος των αντιπαρατιθέμενων επιχειρημάτων, αλλά το αντικείμενο της υπόθεσης, το οποίο είναι κατ’ ουσίαν πολιτικό.
Το κρίσιμο ζήτημα εντοπίζεται, λοιπόν, στις συνέπειες μιας ενδεχόμενης απόφασης των δικαστών, με την οποία θα κρίνονταν ως αντίθετα προς το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο συνολικά το Μνημόνιο και η εκτελεστική του νομοθεσία. Κατ’ αρχάς, μια τέτοια απόφαση θα ανέτρεπε τη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης. Κατ’ επέκταση, θα ματαιωνόταν το δανειακό πρόγραμμα, με αλυσιδωτές επιπτώσεις στη λειτουργία τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Μπορεί, ασφαλώς, να υποστηριχθεί ότι η κυβέρνηση θα είχε τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί εκ νέου το Μνημόνιο και να αναπροσαρμόσει συνολικά τη δημοσιονομική της πολιτική και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ποιος πιστεύει, ωστόσο, στα σοβαρά, ότι κάτι τέτοιο είναι υπό τις παρούσες συνθήκες εφικτό, τη στιγμή που η ολοκληρωτική χρεοκοπία εξαρτάται από την εκταμίευση των δόσεων που προβλέπονται στη δανειακή σύμβαση με την τρόικα; Και, πρωτίστως, ποιος θα ήθελε πραγματικά η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου να προέλθει από την ακύρωσή του με δικαστική απόφαση;
Άλλωστε, το πρόβλημα δεν περιορίζεται εντός των ελληνικών συνόρων. Τυχόν ανατροπή του Μνημονίου με δικαστική απόφαση θα συγκλόνιζε την Ευρώπη, που επιχειρεί να καλύψει τα θεσμικά και δημοσιονομικά της ελλείμματα προκειμένου να μην καταρρεύσει η Ευρωζώνη, συμπαρασύροντας την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση. Σημαίνουν όλα αυτά ότι ο εθνικός δικαστής εμφανίζεται ανήμπορος μπροστά στα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται και την αποδόμηση των εργασιακών και κοινωνικών κεκτημένων; Μια καταφατική απάντηση θα αποτελούσε όχι μόνο υποτίμηση του Συντάγματος και της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου, αλλά πρωτίστως του ρόλου του δικαστή.
Οι Έλληνες δικαστές στη συντριπτική τους πλειονότητα διαθέτουν επιστημονική γνώση, δημοκρατικό φρόνημα και επίγνωση των ορίων της δικαστικής λειτουργίας. Μια συλλήβδην ακύρωση του Μνημονίου θα συνιστούσε απόφαση νομικά έωλη και πολιτικά καταστροφική. Όμως, ο δικαστής υποχρεούται, χωρίς να αγνοήσει τη διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και δικαιοδοτικής λειτουργίας, να ελέγξει εάν επιμέρους νομοθετικές επιλογές θίγουν τον πυρήνα κοινωνικών ή ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση ούτε οι δανειακές δεσμεύσεις της χώρας θα ματαιωθούν ούτε θα εμφανιστεί ο δικαστής ως τελικός κριτής ευρύτερων πολιτικών επιλογών. Ηδη σε αρκετές υποθέσεις, όπως η έκτακτη εισφορά του 2009 και οι απολύσεις συμβασιούχων, η Δικαιοσύνη κρίνει ως αντισυνταγματικές τις νομοθετικές παρεμβάσεις. Ας επιδείξουν, λοιπόν, ο νομικός κόσμος και η κοινωνία πολιτών εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, μπροστά στην πολύπλευρη κρίση που βιώνει η χώρα.
Το κρίσιμο ζήτημα εντοπίζεται, λοιπόν, στις συνέπειες μιας ενδεχόμενης απόφασης των δικαστών, με την οποία θα κρίνονταν ως αντίθετα προς το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο συνολικά το Μνημόνιο και η εκτελεστική του νομοθεσία. Κατ’ αρχάς, μια τέτοια απόφαση θα ανέτρεπε τη δημοσιονομική πολιτική της κυβέρνησης. Κατ’ επέκταση, θα ματαιωνόταν το δανειακό πρόγραμμα, με αλυσιδωτές επιπτώσεις στη λειτουργία τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα. Μπορεί, ασφαλώς, να υποστηριχθεί ότι η κυβέρνηση θα είχε τη δυνατότητα να διαπραγματευθεί εκ νέου το Μνημόνιο και να αναπροσαρμόσει συνολικά τη δημοσιονομική της πολιτική και τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Ποιος πιστεύει, ωστόσο, στα σοβαρά, ότι κάτι τέτοιο είναι υπό τις παρούσες συνθήκες εφικτό, τη στιγμή που η ολοκληρωτική χρεοκοπία εξαρτάται από την εκταμίευση των δόσεων που προβλέπονται στη δανειακή σύμβαση με την τρόικα; Και, πρωτίστως, ποιος θα ήθελε πραγματικά η αναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου να προέλθει από την ακύρωσή του με δικαστική απόφαση;
Άλλωστε, το πρόβλημα δεν περιορίζεται εντός των ελληνικών συνόρων. Τυχόν ανατροπή του Μνημονίου με δικαστική απόφαση θα συγκλόνιζε την Ευρώπη, που επιχειρεί να καλύψει τα θεσμικά και δημοσιονομικά της ελλείμματα προκειμένου να μην καταρρεύσει η Ευρωζώνη, συμπαρασύροντας την ίδια την Ευρωπαϊκή Ενωση. Σημαίνουν όλα αυτά ότι ο εθνικός δικαστής εμφανίζεται ανήμπορος μπροστά στα περιοριστικά μέτρα που επιβάλλονται και την αποδόμηση των εργασιακών και κοινωνικών κεκτημένων; Μια καταφατική απάντηση θα αποτελούσε όχι μόνο υποτίμηση του Συντάγματος και της αρχής του κοινωνικού κράτους δικαίου, αλλά πρωτίστως του ρόλου του δικαστή.
Οι Έλληνες δικαστές στη συντριπτική τους πλειονότητα διαθέτουν επιστημονική γνώση, δημοκρατικό φρόνημα και επίγνωση των ορίων της δικαστικής λειτουργίας. Μια συλλήβδην ακύρωση του Μνημονίου θα συνιστούσε απόφαση νομικά έωλη και πολιτικά καταστροφική. Όμως, ο δικαστής υποχρεούται, χωρίς να αγνοήσει τη διάκριση μεταξύ πολιτικής εξουσίας και δικαιοδοτικής λειτουργίας, να ελέγξει εάν επιμέρους νομοθετικές επιλογές θίγουν τον πυρήνα κοινωνικών ή ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση ούτε οι δανειακές δεσμεύσεις της χώρας θα ματαιωθούν ούτε θα εμφανιστεί ο δικαστής ως τελικός κριτής ευρύτερων πολιτικών επιλογών. Ηδη σε αρκετές υποθέσεις, όπως η έκτακτη εισφορά του 2009 και οι απολύσεις συμβασιούχων, η Δικαιοσύνη κρίνει ως αντισυνταγματικές τις νομοθετικές παρεμβάσεις. Ας επιδείξουν, λοιπόν, ο νομικός κόσμος και η κοινωνία πολιτών εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη, μπροστά στην πολύπλευρη κρίση που βιώνει η χώρα.