Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 7/10/2008
Ένας νέος συσχετισμός δυνάμεων αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις του τελευταίου εξαμήνου, ιδίως σε πρόσφατες έρευνες, από τις οποίες προκύπτει ότι η επόμενη Βουλή πιθανόν να είναι εξακομματική και, πάντως, η σύνθεσή της δεν θα επιτρέπει την ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης. Εκ πρώτης όψεως, ως κυριότερη συνέπεια αυτής της εξέλιξης εμφανίζεται η αναγκαιότητα για κυβερνήσεις συνεργασίας, με πιθανότερα σενάρια είτε τη σύμπραξη Νέας Δημοκρατίας – ΛΑ.Ο.Σ., είτε τη συνεργασία ΠΑ.ΣΟ.Κ. – ΣΥ.ΡΙΖ.Α. Ωστόσο οι αλλαγές στο πολιτικό μας σύστημα, οι οποίες συναρτώνται με τις προηγούμενες εξελίξεις, ενδέχεται να είναι πολύ βαθύτερες, ανατρέποντας τη μονοκρατορία του πρωθυπουργού και επηρεάζοντας τη δομή και λειτουργία των πολιτικών κομμάτων. Εξηγούμαι:
Πριν από τη δικτατορία των συνταγματαρχών, το πολιτικό σύστημα αναζητούσε μια εύθραυστη ισορροπία στο τρίγωνο ανάκτορα-στρατός-πολιτική τάξη. Την πρώτη περίοδο της μεταπολίτευσης, το κέντρο βάρους της πολιτικής εξουσίας κατανέμεται μεταξύ πρωθυπουργού και Προέδρου της Δημοκρατίας. Μετά τη συνταγματική αναθεώρηση του 1986, με την οποία συρρικνώθηκαν οι προεδρικές αρμοδιότητες, μοναδικός κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού καθίσταται πλέον ο πρωθυπουργός. Επικράτησε μάλιστα η αντίληψη ότι η πρωθυπουργοκεντρική λειτουργία του πολιτικού συστήματος κατοχυρώνεται στο ίδιο το Σύνταγμα, ως δομικό χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο ασκείται η κρατική εξουσία. Ο πρωθυπουργός διορίζει και παύει τους υπουργούς, ηγεμονεύει στο κόμμα, θέτει τα όρια μέσα στα οποία επιτρέπεται να εκφράζονται οι βουλευτές του κόμματός του.
Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία του πρωθυπουργού υπήρξε αποτέλεσμα ενός συνδυασμού παραγόντων, σχετικά αυτόνομων από τις συνταγματικές ρυθμίσεις, με κυριότερους τον δικομματισμό, όπως τροφοδοτήθηκε και από τα εκλογικά συστήματα, την έλλειψη ουσιαστικής εσωκομματικής δημοκρατίας, την αποδυνάμωση του ρόλου των βουλευτών και των κοινοβουλευτικών ομάδων ως αντιβάρων έναντι της πρωθυπουργικής μονοκρατορίας, αλλά και τη συγκυρία της παρουσίας ισχυρών προσωπικοτήτων στο αξίωμα του πρωθυπουργού, των οποίων η αίγλη επηρέασε εντέλει την ίδια τη διαμόρφωση του θεσμού.
Η προϊούσα κατάρρευση του δικομματισμού και η διασπορά εκλογικών δυνάμεων αφενός στα μικρότερα κόμματα και αφετέρου στο «Κόμμα του Κανένα» μπορεί να οδηγήσει στη μεταμόρφωση της θέσης του πρωθυπουργού στο πολιτικό σύστημα, μετατρέποντάς τον από «μονοκράτορα» σε primus inter pares (πρώτο μεταξύ ίσων), όπως συμβαίνει στα περισσότερα κοινοβουλευτικά συστήματα της Ευρώπης. Μια τέτοια μεταβολή του πρωθυπουργικού ρόλου δεν αποκλείεται να επενεργήσει ως πρόκριμα, για να καταστούν τα πολιτικά κόμματα πραγματικά δημοκρατικοί οργανισμοί, όπου θα λαμβάνονται κρίσιμες αποφάσεις τόσο για την ανάδειξη προσώπων όσο και για την παραγωγή νέων δημόσιων πολιτικών. Παράλληλα, οι βουλευτές θα απελευθερώνονταν από τον ρόλο τους ως απλών χειροκροτητών, ενώ θα διευκολυνόταν η αναβάθμιση της λειτουργίας τόσο της Βουλής όσο και του Υπουργικού Συμβουλίου.
Ακόμη και αν η κρίση του δικομματισμού αποδειχθεί τελικά μια απλή παρένθεση, δεν αποκλείεται να απελευθερώσει μια δυναμική, που θα απεγκλώβιζε το πολιτικό σύστημα από μια παγιωμένη μορφή λειτουργίας, που φαίνεται ότι πλέον έχει εξαντλήσει τα όριά της. Σε τελική ανάλυση, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από την απουσία χαρισματικών ηγετών, η προσαρμογή και εκλογίκευση του θεσμού του πρωθυπουργού μπορεί να αποτελέσει αφετηρία για την αναζωογόνηση της πολιτικής.