Εφημερίδα “ΈΘΝΟΣ”, 21/12/2010
Πρώτα διαλύθηκαν οι ουτοπίες. Η πολιτική μετατράπηκε σταδιακά σε διαχείριση, υπό μια εργαλειακή αντίληψη. Εν συνεχεία αντιστράφηκαν οι ρόλοι. Οι σοσιαλδημοκράτες έγιναν στην πράξη νεοφιλελεύθεροι, ενώ οι «ριζοσπάστες φιλελεύθεροι» εμφανίζονται ως δήθεν κοπτόμενοι για τη συρρίκνωση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα οι αριστεροί από διεθνιστές μετατράπηκαν σε εσωστρεφείς υπερπατριώτες. Οι ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές θόλωσαν, τα πολιτικά προγράμματα αποτελούν αναξιόπιστα κουρελόχαρτα, οι κυβερνητικές δεσμεύσεις αυτοδιαψευδόμενα προμηνύματα των ακριβώς αντίθετων προθέσεων.
Την ίδια ώρα, ως άλλο ένα δείγμα εκφυλιστικής διαστρέβλωσης του πολιτικού συστήματος, οι βουλευόμενοι βολεύονται διαφωνώντας ρητορικά και πανηγυρικά αλλά υπερψηφίζοντας αταλάντευτα, χάριν της προσωπικής μικροκομματικής τους επιβίωσης. Απέναντί τους άλλωστε δεν τίθενται πλέον ούτε ισχυρά συνδικάτα, ούτε οργανωμένο φοιτητικό κίνημα, ούτε προσωπικότητες ικανές να αρθούν πάνω από τα κόμματα. Ο Γάλλος φιλόσοφος και ακτιβιστής Γκι Ντεμπόρ έγραφε ότι σε έναν κόσμο αντεστραμμένο, το αληθινό γίνεται μια στιγμή του ψεύτικου. Η κοινωνία του θεάματος ανακυκλώνει τα ίδια τηλεοπτικά σκουπίδια, καθηλώνοντας άφωνο το κοινό της, που δεν κρίνεται πλέον αναγκαίο να χειραγωγείται αφού απλώς αποχαυνώνεται τρομοκρατούμενο. Η κοινωνία των πολιτών αποτελεί μια νεωτερική φενάκη, χωρίς κανέναν ρόλο στην παρακμάζουσα μετανεωτερική ελληνική πολιτεία, με τα φεουδαρχικά χαρακτηριστικά ως προς τη νεποτική αναπαραγωγή της πολιτικής τάξης. Ίσως τελικά το ευτελέστερο ψεύδος της εξουσίας να μην είναι ότι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει την περαιτέρω συρρίκνωση του κόστους εργασίας, αλλά η προέκτασή του, ότι δηλαδή η κινεζοποίηση των όρων εργασίας στην Ελλάδα μπορεί να συμβάλει στη μείωση του εξωτερικού χρέους.
Αφού η έξοδος από την ευρωζώνη εμφανίζεται ως μείζον κακό, επιλέγεται η εσωτερική υποτίμηση. Η πολιτική των διλημμάτων υποκρύπτει τον συστηματικό εκβιασμό της κοινωνίας. Εκ πρώτης όψεως, το ερώτημα «μνημόνιο ή χρεοκοπία» ηχεί ως ευνόητο ή ρητορικό. Ίσως βέβαια, έπειτα από κάθε επί τα χείρω τροποποίηση του μνημονίου να αυξάνονται όσοι τολμούν δειλά να υποστηρίξουν τη χρεοκοπία. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα ακόμη ψευδοδίλημμα. Συνήθως αυτός που θέτει το ερώτημα έχει τη δύναμη να προδικάσει την «ορθή» απάντηση. Πρόκειται ακριβώς για τον αυταρχικό πυρήνα του ψευδοσυμμετοχικού δημοψηφισματικού θεωρήματος.
Μέσα σε λίγους μήνες το λεξιλόγιο της καθομιλουμένης εμπλουτίστηκε με δεκάδες νέες λέξεις, από τα «spreads» μέχρι τα «ευρωομόλογα». Όπως την εποχή της χρηματιστηριακής φρενίτιδας, πριν από δέκα χρόνια, οι πάντες είχαν έγκυρη πληροφόρηση για τα μυστικά του καπιταλισμού-καζίνο, έτσι και σήμερα όλοι εκφέρουν γνώμη για τα κρατικά ομόλογα, το ευρώ, τον διεθνή εμπορικό και νομισματικό πόλεμο, την τακτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Και όλοι, σχεδόν, θα βγουν πάλι χαμένοι. Κάθε εποχή διαπνέεται από κάποιο μεγάλο ψεύδος, που διατυπώνεται με τις δικές του λέξεις. Κάθε μεγάλη καταστροφή προμηνύεται από μια διάχυτη αγωνία, μια προσμονή του κακού, που φαίνεται να πλανάται σαν φάντασμα πάνω από την Ευρώπη, κατεξοχήν πάνω από την ελληνική επικράτεια.
Την ίδια ώρα, ως άλλο ένα δείγμα εκφυλιστικής διαστρέβλωσης του πολιτικού συστήματος, οι βουλευόμενοι βολεύονται διαφωνώντας ρητορικά και πανηγυρικά αλλά υπερψηφίζοντας αταλάντευτα, χάριν της προσωπικής μικροκομματικής τους επιβίωσης. Απέναντί τους άλλωστε δεν τίθενται πλέον ούτε ισχυρά συνδικάτα, ούτε οργανωμένο φοιτητικό κίνημα, ούτε προσωπικότητες ικανές να αρθούν πάνω από τα κόμματα. Ο Γάλλος φιλόσοφος και ακτιβιστής Γκι Ντεμπόρ έγραφε ότι σε έναν κόσμο αντεστραμμένο, το αληθινό γίνεται μια στιγμή του ψεύτικου. Η κοινωνία του θεάματος ανακυκλώνει τα ίδια τηλεοπτικά σκουπίδια, καθηλώνοντας άφωνο το κοινό της, που δεν κρίνεται πλέον αναγκαίο να χειραγωγείται αφού απλώς αποχαυνώνεται τρομοκρατούμενο. Η κοινωνία των πολιτών αποτελεί μια νεωτερική φενάκη, χωρίς κανέναν ρόλο στην παρακμάζουσα μετανεωτερική ελληνική πολιτεία, με τα φεουδαρχικά χαρακτηριστικά ως προς τη νεποτική αναπαραγωγή της πολιτικής τάξης. Ίσως τελικά το ευτελέστερο ψεύδος της εξουσίας να μην είναι ότι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας προϋποθέτει την περαιτέρω συρρίκνωση του κόστους εργασίας, αλλά η προέκτασή του, ότι δηλαδή η κινεζοποίηση των όρων εργασίας στην Ελλάδα μπορεί να συμβάλει στη μείωση του εξωτερικού χρέους.
Αφού η έξοδος από την ευρωζώνη εμφανίζεται ως μείζον κακό, επιλέγεται η εσωτερική υποτίμηση. Η πολιτική των διλημμάτων υποκρύπτει τον συστηματικό εκβιασμό της κοινωνίας. Εκ πρώτης όψεως, το ερώτημα «μνημόνιο ή χρεοκοπία» ηχεί ως ευνόητο ή ρητορικό. Ίσως βέβαια, έπειτα από κάθε επί τα χείρω τροποποίηση του μνημονίου να αυξάνονται όσοι τολμούν δειλά να υποστηρίξουν τη χρεοκοπία. Στην πραγματικότητα όμως πρόκειται για ένα ακόμη ψευδοδίλημμα. Συνήθως αυτός που θέτει το ερώτημα έχει τη δύναμη να προδικάσει την «ορθή» απάντηση. Πρόκειται ακριβώς για τον αυταρχικό πυρήνα του ψευδοσυμμετοχικού δημοψηφισματικού θεωρήματος.
Μέσα σε λίγους μήνες το λεξιλόγιο της καθομιλουμένης εμπλουτίστηκε με δεκάδες νέες λέξεις, από τα «spreads» μέχρι τα «ευρωομόλογα». Όπως την εποχή της χρηματιστηριακής φρενίτιδας, πριν από δέκα χρόνια, οι πάντες είχαν έγκυρη πληροφόρηση για τα μυστικά του καπιταλισμού-καζίνο, έτσι και σήμερα όλοι εκφέρουν γνώμη για τα κρατικά ομόλογα, το ευρώ, τον διεθνή εμπορικό και νομισματικό πόλεμο, την τακτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Και όλοι, σχεδόν, θα βγουν πάλι χαμένοι. Κάθε εποχή διαπνέεται από κάποιο μεγάλο ψεύδος, που διατυπώνεται με τις δικές του λέξεις. Κάθε μεγάλη καταστροφή προμηνύεται από μια διάχυτη αγωνία, μια προσμονή του κακού, που φαίνεται να πλανάται σαν φάντασμα πάνω από την Ευρώπη, κατεξοχήν πάνω από την ελληνική επικράτεια.