iEidiseis, 28.8.2022
Γράφει σήμερα στην Καθημερινή ο ομότιμος καθηγητής Αντώνης Μανιτάκης τα εξής, ξεκινώντας από μια ορθή παραδοχή αλλά καταλήγοντας κατά τη γνώμη μου σε λάθος συμπέρασμα: “Δεν χωρεί, πιστεύω, αμφιβολία ότι η παρακολούθηση από την ΕΥΠ του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη ήταν μια ενέργεια συνταγματικά ανεπίτρεπτη και πολιτικά καταδικαστέα. Έστω κι αν ήταν νομότυπη, τηρήθηκε δηλαδή η τυπική νομιμότητα, αφού διενεργήθηκε με βάση τη διαδικασία που προβλέπει ο νόμος, ήταν, ωστόσο, συνταγματικά χωλή και ουσιαστικά ανομιμοποίητη. […] Πέρα όμως από τις νομικές συνέπειες της αθέμιτης παρακολούθησης υπάρχουν και πολιτικές ευθύνες, που πρέπει να καταλογιστούν. Και αυτές, είναι ηλίου φαεινότερον ότι τις επωμίζεται ο πρωθυπουργός, είτε γνώριζε είτε δεν γνώριζε το γεγονός. Είναι προσωπικά και αντικειμενικά υπεύθυνος για όσα έγιναν, αφού ήταν και είναι θεσμικά ο άμεσα προϊστάμενος της ΕΥΠ. Είναι αυτός που επέλεξε τον διοικητή της και μάλιστα με τροποποίηση νομοθετική των απαιτούμενων προσόντων του και έλεγχε προσωπικά τις ενέργειές της.”
Μέχρι το σημείο αυτό συμφωνούμε λοιπόν σε γενικές γραμμές με τον κ. Μανιτάκη, ο οποίος επαναλαμβάνει όσα έχουμε υποστηρίξει αρκετοί συνταγματολόγοι για το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων. Να όμως που στη συνέχεια, στο δια ταύτα, μας εκπλήσσει: Αφού εξηγεί ότι ο πρωθυπουργός πρέπει με παρρησία να παραδεχθεί την ευθύνη του και να συμβάλει στην μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της ΕΥΠ, γράφει ότι “δεν πιστεύω, επομένως, ενόψει όλων αυτών, ότι η μόνη πολιτική κύρωση που αρμόζει στην προκειμένη περίπτωση είναι η παραίτηση του πρωθυπουργού. Μια τέτοια απόφαση θα πρέπει να ενταχθεί στη λογική του κοινοβουλευτικού συστήματος και να αξιολογηθεί με βάση τις θεσμικές συνέπειες που θα έχει για την ομαλή λειτουργία του πολιτεύματος και την κυβερνητική σταθερότητα της χώρας. Η παραίτησή του δεν αφορά εξάλλου μόνον τον ίδιο, αλλά ολόκληρη την κυβέρνηση –η οποία ακολουθεί την τύχη του–, το κόμμα του και την κοινοβουλευτική πλειοψηφία που είναι πίσω του.”
Και καταλήγει: “Η παρακολούθηση του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη ήταν μια ενέργεια συνταγματικά ανεπίτρεπτη και πολιτικά καταδικαστέα. Η πάση θυσία αναζήτηση πολιτικής ευθύνης από τον πρωθυπουργό θα κατέληγε στο αντίθετο του επιδιωκομένου. Ποιος θα φέρει την ευθύνη της κοινοβουλευτικής αστάθειας και ακυβερνησίας, τη στιγμή που η επιδίωξη κυβερνητικής σταθερότητας αποτελεί επιτακτική ανάγκη, λόγω της συγκυρίας και είναι ένα ύψιστο συνταγματικό αγαθό; Αναμφίβολα ο πρωθυπουργός, που την προκάλεσε με την απερίσκεπτη και βεβιασμένη παραίτησή του, δεδομένου μάλιστα ότι θα λογοδοτούσε, ούτως ή άλλως, στις επικείμενες εκλογές. Η πάση θυσία επομένως αναζήτηση πολιτικής ευθύνης από τον πρωθυπουργό θα κατέληγε στο αντίθετο του επιδιωκόμενου: στο ανάθεμά του για την ασυγχώρητη πολιτική ανευθυνότητά του και θα καταγραφόταν στην Ιστορία ως ένας ανεύθυνος πρωθυπουργός!”. Ας δούμε λοιπόν πού χωλαίνουν οι συλλογισμοί Μανιτάκη:
α. Η κυβερνητική σταθερότητα δεν αποτελεί “ύψιστο συνταγματικό αγαθό”, όπως αυθαίρετα την αποκαλεί.
β. Το ίδιο το Σύνταγμα προβλέπει τις διαδικασίες με τις οποίες μια κυβέρνηση (ή κάποιο μέλος της) λαμβάνει και στερείται την εμπιστοσύνη της Βουλής.
γ. Η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης από τον πρωθυπουργό δια της παραιτήσεώς του, για όσα ορθά και ο κ. Μανιτάκης του καταλογίζει, δεν συνεπάγεται και την πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, αλλά την εφαρμογή του άρθρου 38 παρ. 2 του Συντάγματος που προβλέπει ότι η κοινοβουλευτική ομάδα του απολύτως πλειοψηφούντος κόμματος θα ορίσει τον επόμενο πρωθυπουργό. Η συνταγματική αυτή διάταξη αποσκοπεί ακριβώς, μεταξύ άλλων, στην αποτροπή των πρόωρων εκλογών.
Η αναγόρευση της κυβερνητικής σταθερότητας σε “ύψιστο συνταγματικό αγαθό” αντιφάσκει προς την ανάληψη της πολιτικής ευθύνης. Με αυτή τη λογική, αν την οδηγήσουμε στις ακραίες λογικές της συνέπειες, θα μπορούσε κανείς να ανακαλύψει ενδεχομένως δέκα λόγους για να μην γίνουν οι εκλογές ούτε σε δέκα μήνες που ολοκληρώνεται η τετραετής βουλευτική περίοδος–ενεργειακή και κλιματική κρίση, πόλεμος, εξωτερικές απειλές κλπ. Αυτό όμως δεν διανοείται κανείς να το υποστηρίξει, εκτός πια αν προσφύγει στο άρθρο 48 του Συντάγματος περί κατάστασης πολιορκίας, δηλαδή σε περίπτωση πολέμου, επιστράτευσης εξαιτίας εξωτερικών κινδύνων ή άμεσης απειλής της εθνικής ασφάλειας, καθώς και αν εκδηλωθεί ένοπλο κίνημα για την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος. Η προσφυγή στην κυβερνητική σταθερότητα με τους όρους που περιγράφει ο κ. Μανιτάκης υποτιμάει τις ασφαλιστικές δικλείδες που το ίδιο το Σύνταγμα έχει θέσει για την ομαλή λειτουργία του κοινοβουλευτικού συστήματος, καταλήγοντας να “απαλλάσσει” τους κυβερνώντες από την ανάληψη της αντικειμενικής πολιτικής τους ευθύνης για σοβαρές παραβιάσεις των ατομικών δικαιωμάτων και του κράτους δικαίου.
ΥΓ. Για την ανάλυση των διαδικασιών αντικατάστασης του πρωθυπουργού μετά από ατομική του παραίτηση βλ. το βιβλίο μου Η αντικατάσταση του Πρωθυπουργού, εκδ. Σάκκουλα 2000 και τον εκτενή σχολιασμό του άρθρου 38 που αναπτύσσω στον τόμο Σπυρόπουλος/ Κοντιάδης/Ανθόπουλος/Γεραπετρίτης, Σύνταγμα-Κατ’ άρθρο ερμηνεία, εκδ. Σάκκουλας 2017.