Εφημερίδα “ΕΘΝΟΣ”, 25/5/2010
Μία από τις βασικές δεσμεύσεις του κυβερνώντος κόμματος υπήρξε η αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας, που είχε πολλαπλά τρωθεί από τις κυβερνήσεις Καραμανλή. Αποτελεί άλλωστε προνομιακό πεδίο ιδεολογικοπολιτικής υπεροχής της Κεντροαριστεράς η επίκληση της απαρέγκλιτης τήρησης του Συντάγματος, ιδίως των ατομικών ελευθεριών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και της ενίσχυσης του ρόλου της Βουλής ως θεσμικού επίκεντρου της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ωστόσο οι δεσμεύσεις αυτές φαίνεται πως παραμερίστηκαν, εν όψει της οικονομικής χρεοκοπίας της χώρας.
Οι έκτακτες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης και την υπογραφή του επαχθούς Μνημονίου με την «Τρόικα», δεν νομιμοποιούν σε καμία περίπτωση την παραβίαση της συνταγματικής τάξης. Μέσα στην ευρύτερη κοινωνική και πολιτική ένταση της περιόδου αυτής, οι ενίοτε ακραίες συνταγματικές εκτροπές ελάχιστα προβλήθηκαν από τα μέσα επικοινωνίας. Ταυτόχρονα διαπιστώνεται, για άλλη μία φορά, ότι η ελληνική κοινωνία διαθέτει μειωμένα αντανακλαστικά συνταγματικού πατριωτισμού ή και ακτιβισμού, ενδεχομένως ως αποτέλεσμα και της ευρύτερης απαξίωσης των πολιτικών θεσμών.
Αυτή η στάση του κράτους και της κοινωνίας λειτουργεί αμφίδρομα: από τη μια πλευρά αφαιρεί από τους ίδιους τους πολίτες ένα ισχυρό νομικό και συμβολικό όπλο προστασίας έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, όπως είναι το Σύνταγμα, ενώ παράλληλα υποσκάπτει το κύρος και την αξιοπιστία της συνταγματικής τάξης, ως έσχατου οχυρού απέναντι στις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης. Η οικονομική κρίση και η επιβολή επαχθέστατων όρων από την κυβέρνηση, υπό την πίεση των διεθνών δανειστών, δεν σημαίνει όμως ότι αίφνης καθίσταται επιτρεπτή η παράκαμψη των συνταγματικών εγγυήσεων.
Η κατάργηση ή η συρρίκνωση μέχρι την ουσιαστική εξαφάνιση του γενικού κατώτατου ορίου αποδοχών, η θεσμοθέτηση των επαναλαμβανόμενων συμβάσεων μαθητείας με εξευτελιστικούς εργασιακούς όρους, η ασαφής διάκριση μεταξύ μετάθεσης και μετακίνησης δημόσιων υπαλλήλων συνιστούν ορισμένες όψεις αντισυνταγματικών νομοθετικών ρυθμίσεων, που ψηφίστηκαν από το Κοινοβούλιο παρά τις ισχυρές ενστάσεις της ίδιας της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής ως προς τη συνταγματικότητά τους. Εξίσου απαράδεκτη, τόσο από συνταγματική όσο και από πολιτική σκοπιά, υπήρξε η μαζική άρση του απορρήτου των επικοινωνιών σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Το Σύνταγμα δεν αποτελεί ένα διακοσμητικό κείμενο, που μας θυμίζει απλώς ότι η Ελλάδα είναι κυρίαρχο, δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος δικαίου, αλλά τον αυξημένης τυπικής ισχύος νόμο που θέτει το πλαίσιο άσκησης της κρατικής εξουσίας. Ακόμη λοιπόν και μια ενδεχόμενη περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης δεν συγχωρεί την παραβίασή του. Η προβαλλόμενη συνεργασία των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν μπορεί παρά να εμφορείται από θεμελιώδεις αξίες οργανωμένης πολιτειακής συμβίωσης, οι οποίες αποτυπώνονται κατ’ αρχήν στο συνταγματικό κείμενο. Καταστρατηγώντας το Σύνταγμα και μετατρέποντάς το συστηματικά σε κουρελόχαρτο, αποδυναμώνεται τελικά ο πατριωτισμός των Ελλήνων, του οποίου η επίκληση είναι για πρώτη φορά, τα τελευταία 35 χρόνια, τόσο αναγκαία.
Οι έκτακτες συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά την υπαγωγή της Ελλάδας στον μηχανισμό στήριξης και την υπογραφή του επαχθούς Μνημονίου με την «Τρόικα», δεν νομιμοποιούν σε καμία περίπτωση την παραβίαση της συνταγματικής τάξης. Μέσα στην ευρύτερη κοινωνική και πολιτική ένταση της περιόδου αυτής, οι ενίοτε ακραίες συνταγματικές εκτροπές ελάχιστα προβλήθηκαν από τα μέσα επικοινωνίας. Ταυτόχρονα διαπιστώνεται, για άλλη μία φορά, ότι η ελληνική κοινωνία διαθέτει μειωμένα αντανακλαστικά συνταγματικού πατριωτισμού ή και ακτιβισμού, ενδεχομένως ως αποτέλεσμα και της ευρύτερης απαξίωσης των πολιτικών θεσμών.
Αυτή η στάση του κράτους και της κοινωνίας λειτουργεί αμφίδρομα: από τη μια πλευρά αφαιρεί από τους ίδιους τους πολίτες ένα ισχυρό νομικό και συμβολικό όπλο προστασίας έναντι της κρατικής αυθαιρεσίας, όπως είναι το Σύνταγμα, ενώ παράλληλα υποσκάπτει το κύρος και την αξιοπιστία της συνταγματικής τάξης, ως έσχατου οχυρού απέναντι στις κοινωνικές επιπτώσεις της κρίσης. Η οικονομική κρίση και η επιβολή επαχθέστατων όρων από την κυβέρνηση, υπό την πίεση των διεθνών δανειστών, δεν σημαίνει όμως ότι αίφνης καθίσταται επιτρεπτή η παράκαμψη των συνταγματικών εγγυήσεων.
Η κατάργηση ή η συρρίκνωση μέχρι την ουσιαστική εξαφάνιση του γενικού κατώτατου ορίου αποδοχών, η θεσμοθέτηση των επαναλαμβανόμενων συμβάσεων μαθητείας με εξευτελιστικούς εργασιακούς όρους, η ασαφής διάκριση μεταξύ μετάθεσης και μετακίνησης δημόσιων υπαλλήλων συνιστούν ορισμένες όψεις αντισυνταγματικών νομοθετικών ρυθμίσεων, που ψηφίστηκαν από το Κοινοβούλιο παρά τις ισχυρές ενστάσεις της ίδιας της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής ως προς τη συνταγματικότητά τους. Εξίσου απαράδεκτη, τόσο από συνταγματική όσο και από πολιτική σκοπιά, υπήρξε η μαζική άρση του απορρήτου των επικοινωνιών σε ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα.
Το Σύνταγμα δεν αποτελεί ένα διακοσμητικό κείμενο, που μας θυμίζει απλώς ότι η Ελλάδα είναι κυρίαρχο, δημοκρατικό και κοινωνικό κράτος δικαίου, αλλά τον αυξημένης τυπικής ισχύος νόμο που θέτει το πλαίσιο άσκησης της κρατικής εξουσίας. Ακόμη λοιπόν και μια ενδεχόμενη περαιτέρω επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης δεν συγχωρεί την παραβίασή του. Η προβαλλόμενη συνεργασία των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση της κρίσης δεν μπορεί παρά να εμφορείται από θεμελιώδεις αξίες οργανωμένης πολιτειακής συμβίωσης, οι οποίες αποτυπώνονται κατ’ αρχήν στο συνταγματικό κείμενο. Καταστρατηγώντας το Σύνταγμα και μετατρέποντάς το συστηματικά σε κουρελόχαρτο, αποδυναμώνεται τελικά ο πατριωτισμός των Ελλήνων, του οποίου η επίκληση είναι για πρώτη φορά, τα τελευταία 35 χρόνια, τόσο αναγκαία.