“Νέα Σελίδα”, 1/10/2017
Η Ευρωπαϊκή Ενωση βρίσκεται αντιμέτωπη με μια βαθιά κρίση. Οι επιπτώσεις της διεύρυνσης, η μείωση της ενωσιακής αλληλεγγύης, η απομάκρυνση από την προοπτική ενός ευρωπαϊκού δήμου, οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές και η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους έχουν εντείνει τον ευρωσκεπτικισμό. Εξίσου σημαντικό παράγοντα αποτέλεσε το ιδεολογικό έλλειμμα, η απουσία ενός κοινού ευρωπαϊκού σχεδίου για το μέλλον της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές ηγεσίες εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια διασπασμένες, ανταγωνιστικές μεταξύ τους και χωρίς ενιαίο προγραμματικό λόγο.
Η αποδυνάμωση των φιλοευρωπαϊκών κομμάτων στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, η δημιουργία ιδιότυπων εσωτερικών συμμαχιών -που μεταβάλλονται συνεχώς και μάλιστα à la carte- ανάμεσα σε ευρωσκεπτικιστικά και φιλομοσπονδιακά κράτη, κράτη με κεντροαριστερές ή κεντροδεξιές κυβερνήσεις, αλλά και με γνώμονα μια σειρά άλλων, ετερόκλητων κριτηρίων, προκάλεσαν τη σταδιακή αποδιάρθρωση των ενωσιακών ισορροπιών. Τέτοιες διακρίσεις είναι, μεταξύ άλλων, αυτές ανάμεσα σε παλιές και νέες (μετά τη διεύρυνση) χώρες, καθαρά εισφέρουσες στον κοινοτικό προϋπολογισμό και μη, πλούσιες και φτωχές, με διευρυμένο αγροτικό τομέα και μη, φιλοατλαντικές και ευρωκεντρικές, συνεπείς ως προς τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας και μη κ.λπ.
Η Ευρώπη είναι βαθιά διχασμένη και στερείται πολιτικού οράματος. Οι ηγέτες των κρατών-μελών που λειτούργησαν ως κινητήριες δυνάμεις για την ενωσιακή πορεία εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια αποδυναμωμένοι. Ο περίφημος γαλλογερμανικός άξονας μέχρι πρότινος εμφανιζόταν να έχει απολέσει την ισχύ του και αναζητά τώρα έναν νέο βηματισμό, μετά την επικράτηση του Μακρόν στη Γαλλία και την πύρρειο νίκη της Μέρκελ στη Γερμανία. Ωστόσο, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες είναι σήμερα περισσότερο παρά ποτέ διασπασμένες ως προς τις ευρωπαϊκές επιλογές των ηγετών τους, με τις γερμανικές εκλογές να επιβεβαιώνουν την άνοδο του ευρωσκεπτικισμού.
Μπορεί να προχωρήσουν η εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης και ο εκδημοκρατισμός της Ευρωπαϊκής Ενωσης με τη συμμετοχή όλων των κρατών-μελών; Η χώρα μας οφείλει να ταχθεί υπέρ αυτής της εκδοχής, χωρίς, ωστόσο, να αποκλείει αυτή τη μεταρρύθμιση με τη συμμετοχή μόνο των κρατών που το επιθυμούν. Κρίσιμο είναι όμως να αναγνωριστεί ότι η εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση (ή παρακολούθημα) της εμβάθυνσης της ενοποίησης σε άλλα επίπεδα. Δεν είναι νοητή η ολοκλήρωση της νομισματικής ενοποίησης μέσω της δημοσιονομικής και της πλήρους τραπεζικής ένωσης, ακόμη περισσότερο η εμβάθυνση της αμυντικής ενοποίησης, αν δεν συνοδεύονται από την πολιτική ένωση, που σημαίνει μια νέα, δημοκρατική θεσμική αρχιτεκτονική.
Η οικοδόμηση της ολοκληρωμένης ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την επιβίωση της νομισματικής ένωσης. Αυτό σημαίνει, καταρχάς, πλήρη δημοσιονομική ένωση στην Ευρωζώνη, ισχυρό προϋπολογισμό και αναδιανεμητικές πολιτικές, μηχανισμούς μεταφοράς πόρων και αμοιβαιοποίηση του χρέους. Σημαίνει επίσης κοινή οικονομική πολιτική, δηλαδή συμμετρική κατανομή του κόστους προσαρμογής μεταξύ πλεονασματικών και ελλειμματικών κρατών-μελών, υψηλότερο βαθμό φορολογικής ενοποίησης και κοινές πολιτικές για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Οι δομικές ατέλειες της Ευρωζώνης δεν θεραπεύονται μέσω των περιοριστικών μέτρων και της εσωτερικής υποτίμησης, αλλά μόνο με την εμβάθυνση της δημοσιονομικής και της οικονομικής ένωσης.
Θεμελιώδη στόχο της νέας αρχιτεκτονικής πρέπει να αποτελέσει επίσης η ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αυτό δεν σημαίνει ομογενοποίηση των συστημάτων κοινωνικής προστασίας των κρατών-μελών που παρουσιάζουν σημαντικές οργανωτικές και χρηματοδοτικές διαφοροποιήσεις, με αποτέλεσμα να μην είναι ούτε ευχερής ούτε επιθυμητή σε πολλές περιπτώσεις η προσαρμογή τους σε ένα ενιαίο πρότυπο. Ομως απαιτείται να ενισχυθεί ο αναδιανεμητικός ρόλος του ενωσιακού προϋπολογισμού, να αμβλυνθούν οι ανισότητες ως προς τη συμμετοχή του κόσμου της εργασίας στην κοινωνική πρόοδο και να αρθούν οι στρεβλώσεις στον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών-μελών. Δυστυχώς, όλες οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις στην ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική υπονομεύονται από το εκλογικό αποτέλεσμα στη Γερμανία, την ανάδυση του νεοναζιστικού AfD και τη διάλυση του μεγάλου συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών – Σοσιαλδημοκρατών.