Εφημερίδα “Έθνος”, 9/10/2012.
Αν το κράτος εισέπραττε τους φόρους που του οφείλονται, τότε οι οριζόντιες περικοπές και τα έκτακτα μέτρα θα ήταν σήμερα περιττά. Εώς εδώ δεν θα διαφωνήσει κανείς. Αλλωστε, η εύκολη απάντηση που χρησιμοποιούν τα εκάστοτε αντιπολιτευόμενα πολιτικά κόμματα στο ερώτημα πώς θα αντιμετωπίσουν το δημόσιο έλλειμμα όταν αναλάβουν την εξουσία, είναι ότι θα καταπολεμήσουν τη φοροδιαφυγή με ένα «δίκαιο, σταθερό και αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα». Γιατί λοιπόν οι διαδοχικές κυβερνήσεις δεν λύνουν το «αίνιγμα» της φοροδιαφυγής, αντί να επωμίζονται το βαρύ πολιτικό και κοινωνικό κόστος των επαχθών μέτρων λιτότητας; Και πού οφείλεται ότι η Ελλάδα υστερεί έναντι των υπολοίπων κρατών-μελών της Ευρωζώνης ως προς τα φορολογικά έσοδα;
Τα αίτια της φοροδιαφυγής είναι σύνθετα, άρα και η αντιμετώπισή της δυσκολότερη από ό,τι εξαγγέλλουν μαθητευόμενοι μάγοι, ηθικολόγοι ή τηλεοπτικοί κήνσορες.
Η φοροδιαφυγή οφείλεται κατ’ αρχάς στην ίδια τη δομή της απασχόλησης στην Ελλάδα, αφού στον καταμερισμό της εργασίας η αυτοαπασχόληση και η μικρή εργοδοσία υπερβαίνουν το 30% του ενεργού πληθυσμού, όταν στα περισσότερα δυτικοευρωπαϊκά κράτη το αντίστοιχο ποσοστό είναι μικρότερο του 15%.
Αυτή η «προκαπιταλιστική» συνιστώσα συμπληρώνεται από τη διοικητική διαφθορά και τις πελατειακές διαμεσολαβήσεις ανάμεσα σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, καθώς και από μια κουλτούρα αμοιβαίας συγκάλυψης πρακτικών φοροδιαφυγής, φοροαποφυγής ή νομιμοφανούς φοροκλοπής, που ενίοτε διαδραματίζονται στα όρια μεταξύ «νόμιμου και ηθικού». Ούτε η κοινωνική διαστρωμάτωση, ούτε οι εργασιακές δομές, ούτε η κουλτούρα της συνενοχής στην παρανομία μεταβάλλονται με νόμους, ιδίως μάλιστα σε εποχές οικονομικής κατάρρευσης, κοινωνικής αποσύνθεσης και αναξιοπιστίας των θεσμών.
Η αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής προϋποθέτει σύνθετες παρεμβάσεις στο θεσμικό πλαίσιο, στους μηχανισμούς ελέγχου, στη διαφάνεια του πολιτικού χρήματος, στην οργάνωση της εργασίας, δηλαδή τελικά την ανασυγκρότηση του παραγωγικού προτύπου. Οσοι επαγγέλλονται μεγαλεπήβολους νόμους και δρακόντεια μέτρα λειτουργούν με όρους φθηνού εντυπωσιασμού, που αργά ή γρήγορα θα αποδειχθούν πομφόλυγες. Μείζονα, χρόνια προβλήματα δεν επιλύονται μέσα σε μια (κοινοβουλευτική) νύχτα.