Νέα Σελίδα, 21/04/19
Η χειραγώγηση της Δικαιοσύνης και η εργαλειακή χρήση της στην κομματική και εκλογική αντιμαχία συνιστούν πλήγμα για το κράτος δικαίου. Παρεμβάσεις στο έργο της δικαστικής εξουσίας έχουν καταγγελθεί επανειλημμένα, ιδίως σε περιόδους πολιτικής πόλωσης. Όμως η ένταση, η έκταση και ο τρόπος δημοσιοποίησης τέτοιων παρεμβάσεων κατά την τελευταία τριετία εισάγουν νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά στη σχέση πολιτικής και δικαστικής εξουσίας.
Η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής σε συνάρτηση με τη χειραγώγηση της δικαστικής εξουσίας αποτελούν το έσχατο στάδιο πριν από μία συνταγματική εκτροπή ή από τη διολίσθηση ενός δημοκρατικού κράτους δικαίου σε αυταρχικό καθεστώς. Η εκστόμιση της φράσης «Θα κερδίσουμε τις εκλογές, αν βάλουμε κανέναν φυλακή» από τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας, πριν από λίγους μήνες, συμπυκνώνει και τα δύο προηγούμενα. Δυστυχώς αποδοκιμασία της φράσης αυτής δεν υπήρξε από την πλευρά του κέντρου διακυβέρνησης της χώρας.
Βέβαια η διαδικασία ποινικοποίησης της πολιτικής με πρωτοφανείς μεθοδεύσεις, όπως αυτές που ακολουθήθηκαν στην υπόθεση Novartis, έχει ήδη σχεδιαστεί και εκκινήσει εδώ και μήνες. Αλλά και οι αθέμιτες παρεμβάσεις της Κυβέρνησης στο έργο της Δικαιοσύνης έχουν ξεκινήσει τουλάχιστον από το φθινόπωρο του 2016, με αφορμή την υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών. Οι παρεμβάσεις αυτές υπαγορεύονται από μία συγκεκριμένη αντίληψη του κυβερνώντος κόμματος για τη λειτουργία της Δικαιοσύνης. Εμβληματική ήταν η αναφορά του πρωθυπουργού σε κρίσιμες αποφάσεις της Δικαιοσύνης με τον χαρακτηρισμό τους ως «θεσμικό εμπόδιο».
Ορόσημο στη σχέση πολιτικής και δικαστικής εξουσίας αποτέλεσε το εγχείρημα ελέγχου των μέσων μαζικής ενημέρωσης, με την περίφημη υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, που τελικά κατέρρευσε μετά από μακρά και σκληρή συζήτηση στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο. Μέσα από τη δικαστική αυτή περιπέτεια έγιναν πλήρως ορατές και οι παρεμβάσεις που επιχείρησε η Κυβέρνηση στη δικαστική εξουσία, μετερχόμενη μεθόδους που δεν αρμόζουν σε ένα δημοκρατικό κράτος δικαίου. Ενδεικτική εδώ ήταν η υποκλοπή και δημοσίευση σε φιλοκυβερνητικές εφημερίδες, τις παραμονές της κρίσιμης διάσκεψης του δικαστηρίου, της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας ανώτατου δικαστή, ο οποίος μετείχε στη σύνθεση του δικαστηρίου στην υπόθεση των τηλεοπτικών αδειών, και η πειθαρχική του δίωξη. Η δημοσιοποίηση ευαίσθητων προσωπικών του δεδομένων έγινε κατά τρόπο ώστε να εκλαμβάνεται ως εγχείρημα «εκβιασμού».
Ένα δεύτερο ορόσημο αποτελεί το σκάνδαλο Novartis και η παραπομπή στη δικαιοσύνη πρώην Πρωθυπουργών και Υπουργών, με ένα κατηγορητήριο που βασίστηκε αποκλειστικά σε καταθέσεις προστατευόμενων μαρτύρων, χωρίς να υπάρχουν χειροπιαστά στοιχεία όπως κινήσεις λογαριασμών ή διακίνηση μαύρου χρήματος. Όταν οι ανώνυμοι μάρτυρες αποκαλύφθηκαν και ισχυρίστηκαν ότι δέχθηκαν πιέσεις για να ενοχοποιήσουν πολιτικά πρόσωπα, το σκάνδαλο μετατράπηκε σε μπούμερανγκ για τους διώκτες. Η υπόθεση παραμένει ανοιχτή, παρότι το κατηγορητήριο έχει καταρρεύσει, συντηρώντας το κλίμα ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής λίγες εβδομάδες πριν από τη διπλή εκλογική αναμέτρηση.
Ωστόσο την κορύφωση της διαρκούς έντασης μεταξύ πολιτικής και δικαστικής εξουσίας συνιστά η καθημερινή, απροκάλυπτη, δημόσια προσβολή της δικαιοσύνης από μέλη της κυβέρνησης, με απαξιωτικούς χαρακτηρισμούς, εξωθεσμικές παρεμβάσεις ή επιλογές με υψηλή συμβολική σημασία, όπως επί παραδείγματι ο διορισμός της προέδρου του Αρείου Πάγου ως νομικής συμβούλου του πρωθυπουργού την επόμενη της αφυπηρέτησής της.
Τα πλήγματα εις βάρος της δικαστικής ανεξαρτησίας δεν είναι ανάλογα εκείνων που δέχθηκε η δικαιοσύνη σε άλλες χώρες της Ευρώπης. Είναι ατυχείς οι συγκρίσεις που επιχειρούν ορισμένοι με χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία ή η Τουρκία. Ωστόσο επιτείνει τη θεσμική κρίση που βιώνει η χώρα μας και την απαξίωση τόσο του πολιτικού συστήματος όσο και της δικαστικής εξουσίας, ως του ισχυρότερου αντιβάρου έναντι της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας.